Μέχρι το 2013, πλήρης άγνοια· ακουστά, απλώς ένα επίθετο: Βαρβάκειος Σχολή, Βαρβάκειος Αγορά ... Ευχαριστούμε τον Γιάννη Σμαραγδή που εμπνεύστηκε από αυτή την απίθανη προσωπικότητα και δημιούργησε την ταινία «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι». Χάρη σ’ αυτόν γνωρίσαμε τον εντυπωσιακό Ηωάνι των Ψαρών, της Ρωσίας, της Ελλάδας, του κόσμου όλου, αυτόν τον λαμπερό κοσμοπολίτη και πατριώτη συνάμα! Ευχαριστούμε τον Γιάννη Σμαραγδή που έγινε αφορμή να γνωρίσουμε τον Βαρβάκη. Ευχαριστούμε τον Ιωάννη Βαρβάκη που έγινε αφορμή να γνωρίσουμε την ελληνική οικουμενική αστική τάξη που μέχρι πριν δύο αιώνες δέσποζε στις περιοχές τριών αυτοκρατοριών, της Ρωσικής, της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής. Δέσποζε και έδινε τον δικό της ρυθμό ζωής στην καθημερινότητα των εθνών. Αν θέλουμε να υποψιαστούμε, να αφουγκραστούμε, να ψηλαφήσουμε το μέγεθος και τον ρόλο της παρουσίας εκείνης της αστικής τάξης των ελληνικών κοινοτήτων και παροικιών στα δρώμενα της εποχής εκείνης ίσως ένα καλό παράδειγμα είναι η σημερινή κυρίαρχη και καταλυτική παρουσία στα μεγάλα αστικά, οικονομικά, επιστημονικά και καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής της σύγχρονης εβραϊκής αστικής τάξης των εβραϊκών κοινοτήτων που στις περισσότερες περιπτώσεις δίνει τον ρυθμό, δημιουργεί και κατευθύνει τη μόδα, τις νοοτροπίες, τα αυτονόητα και τα δρώμενα, το «Παράδειγμα». Στα πλαίσια εκείνης της ελληνικής οικουμενικής αστικής πρωτοπορίας, ο Βαρβάκης δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Ο Ελληνισμός ήξερε να δημιουργεί άρχοντες που έμπαιναν στο στίβο της ζωής, συχνά ξεκινώντας από το μηδέν ή και υπό το μηδέν -από άποψη οικονομική- έπαιζαν, κέρδιζαν, γίνονταν πάμπλουτοι και μετά ... συνέχιζαν να παίζουν, «αεί Παίδες», παιδιά, φορείς μιας παιδικότητας με κόπους και υδρώτες ξανακερδισμένης, άρχοντες, με την αρχοντική αγάπη προς τον πλησίον, προς τον τυχαίο συνάνθρωπο, τον όποιο διπλανό ... συνέχιζαν να παίζουν και να εμπαίζουνε τον Μαμωνά, τη λατρεία του πλούτου και της ευμάρειας, σκορπώντας αφειδώς τους κόπους, τους καρπούς του υδρώτα τους, για το καλό του διπλανού, του πατριώτη, του κόσμου όλου. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεαλιστικής ηθικολογίας που προκρίνει το καθήκον έναντι της ατομικής ευδαιμονίας αλλά καρπός του ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ, φυσιολογικό υποπροϊόν της αυξημένης ενσυναίσθησης προς τον διπλανό, του βιώματος της πανανθρώπινης ενότητας που φτάνει να νιώθει τον κάθε τυχαίο διπλανό κομμάτι του εαυτού. Τότε η προσφορά δεν είναι προσφορά αλλά ανάγκη. Η προσφορά τροφής και θαλπωρής στο σώμα μου δεν είναι προσφορά, αλλά φυσική ανάγκη, υπαγορεύεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρισης, δεν έχει ως αιτία την τήρηση ηθικών κανόνων και επιταγών, αλλά είναι αυθόρμητη, αντανακλαστική κίνηση του εαυτού. Έτσι κι όποιος διαθέτει ΦΙΛΟΤΙΜΟ δρα αυθόρμητα υπέρ του πλησίον, άνευ όρων και ορίων. Βιώνει μια κατάσταση που η προσφορά δεν είναι προσφορά αλλά ατομική ανάγκη, μια δραστηριότητα που ανατροφοδοτείται από την ίδια την ενασχόληση με κάτι που προκαλεί έμπνευση. Και σήμερα πολλοί πλούσιοι προσφέρουν, γίνονται σπόνσορες, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό το πλαίσιο που δημιουργεί τον σπόνσορα. Στην περίπτωση του σπόνσορα είναι εμφανής και αναγνωρίσιμος και συχνά απωθητικός ο αυτονόητα συνακόλουθος εγωισμός. Συχνά χωρίς προσχήματα, απροκάλυπτα το κίνητρο είναι η ατομική προβολή του σπόνσορα. Στην περίπτωση όμως που κίνητρο είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ του δωρητή ο εαυτός του σχεδόν εξαφανίζεται σε βαθμό που ο Βαρβάκης, για παράδειγμα, παρόλη τη ψυχρολουσία που δέχτηκε στο Ναύπλιο, λίγο αργότερα, δύο μέρες πριν πεθάνει, φρόντισε να εξασφαλίσει ότι τα χρήματα που ήθελε να προσφέρει θα φτάσουν στα χέρια αυτών που τόσο τον είχαν στενοχωρήσει, με τις άστοχες, σχεδόν προδοτικές επιλογές τους. Όταν η προσφορά γίνεται από ΦΙΛΟΤΙΜΟ δεν περιμένει κάποια ανταπόδοση, κάποια πληρωμή γιατί η πληρωμή εμπεριέχεται στην ίδια τη δράση, σε αυτή την περίπτωση ανατροφοδοτείται κανείς από την ίδια τη δραστηριότητα. Όταν ένα παιδί παίζει π.χ. ποδόσφαιρο, κουράζεται, ιδρώνει αλλά χαίρεται από το ίδιο το παιχνίδι, από την ίδια την διαδικασία του παιχνιδιού, είναι δοσμένο και αφοσιωμένο στο παιχνίδι και ανατροφοδοτείται από την ίδια την δραστηριότητα, από την ενασχόληση με το παιχνίδι. Παίζει κι ο χρόνος σταματάει κι ενώ μπορεί σωματικά να κουράζεται ή και να τραυματίζεται και να πονά νιώθει «γεμάτες τις μπαταρίες του». Ο Βαρβάκης, ζωντανό μέλος εκείνου του Ελληνισμού αξίζει να τον τιμάμε και να τον θυμώμαστε, όχι γιατί αυτός έχει ανάγκη τώρα πια την τιμή μας αλλά επειδή εμείς τον χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε το ζωντανό του παράδειγμα για να θυμώμαστε, για να μαθαίνουμε, ότι αυτό που γεμίζει τον άνθρωπο, αυτό που τον κάμνει να νοιώθει ότι ζει μια ζωή γεμάτη νόημα είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ, η χαρά της προσφοράς, η απόλαυση, η πληρότητα, της έμπνευσης, της δημιουργικότητας, της ΡΟΗΣ. Αυτή την κατάσταση που σταματάει ο χρόνος κι ο άνθρωπος είναι ευχάριστα, σχεδόν εκστατικά, απορροφημένος από αυτό που κάνει, ένας σύγχρονος ψυχολόγος, ο Μιχάι Τσίκζεντμιχαϊ (Mihaly Csikszentmihalyi) την ονόμασε «Ροή». Ροή είναι μια κατάσταση αυξημένης εστίασης, βύθισης, ευφορίας και ανατροφοδότησης, που παρατήρησε ότι βιώνουν άνθρωποι πετυχημένοι σε ποικίλες δραστηριότητες όπως η τέχνη, το παιχνίδι ή η εργασία. Όταν κάποιος βιώνει την κατάσταση της «ροής» συμμετέχει πλήρως σ’ αυτό που κάμνει, είναι δοσμένος και αφοσιωμένος σε αυτή του τη δραστηριότητα και ανατροφοδοτείται από την ίδια του την ενασχόληση με κάτι που τον εμπνέει. Ο χρόνος «σταματάει», ο άνθρωπος βιώνει μια ήπια ευχάριστη έκσταση, είναι εκτός του εγωτικού εαυτού του (δεν κατακλύζεται από σκέψεις και επιθυμίες), ζει στο παρόν, στο «τώρα» και πετυχαίνει το βέλτιστο αποτέλεσμα με την μικρότερη δυνατή προσπάθεια. Ροή, αυτό που ο Ελληνισμός εννοεί με τον όρο «πνεύμα». Ροή, η μεταφορά πληροφορίας στα υγρά. Πνεύμα, πνοή, η μεταφορά πληροφορίας στα αέρια. Συχνά λέμε, πήγα διακοπές ... πήγα εδώ, πήγα εκεί και «γέμισαν οι μπαταρίες μου». Στη μίζερη καθημερινότητα που συνήθως ζούμε θεωρούμε αυτονόητο ότι «αδειάζουν οι μπαταρίες μας» και μετά ψάχνουμε «διακοπές» για να τις γεμίσουμε. Και μόνο η αίγλη που έχει στα καθημερινά μας αυτονόητα, στο τρέχον «παράδειγμα» η λέξη «διακοπές» δείχνει το χάλι μας. Γιατί να ποθώ να διακόψω κάτι αν αυτό το κάτι με «ανεβάζει», με «γεμίζει» μου δημιουργεί ένα αίσθημα πληρότητας; Ποιός, φουλ ερωτευμένος, πάνω στο πέταγμα του έρωτα, θα δεχόταν να διακόψει ... έτσι για ποικιλία; Όταν λοιπόν ο θνητός διαθέτει ΦΙΛΟΤΙΜΟ βιώνει μια τέτοια κατάσταση που βρίσκει νόημα, που νιώθει ότι η ζωή του έχει νόημα, προσφέροντας, δίνοντας, σκορπώντας κι όχι πέρνωντας, μαζεύοντας, αποθηκεύοντας. Επί αιώνες ο Ελληνισμός ήξερε να παράγει πνευματικούς ανθρώπους σαν τον Ιωάννη Βαρβάκη. Πνευματικούς, όχι πολυμαθείς, μελετηρούς καλαμαράδες, αλλά ρυθμισμένους, φιλότιμους αγωνιστές, παιδιά, φορείς της ροής, της πνοής, του πνεύματος, του ρυθμού, της ζωής. Ο Βαρβάκης είναι μυθικό ον, ζωντανός μύθος, ζωντανή εικόνα της ομόνοιας, της ανθρωπιάς, του ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ, της πανανθρώπινης ενότητας. Ο μύθος είναι εικόνα που μυεί, εισάγει εμπειρικά, μεταφέρει βιώματα από άγνωστο, όμορφο, μακρινό, μητρικό χώρο. Η μήτρα του σύμπαντος κυοφορεί τον καινούργιο άνθρωπο, τον παγκόσμιο και οικουμενικό, τον ΦΙΛΟΤΙΜΟ. Η μήτρα του σύμπαντος, αναγεννά, ρυθμίζει, κουρδίζει, τον μίζερο αποδιοργανωμένο, εγωτικό, καθημερινό θνητό ανθρωπάκο· συναρμόζει, ομορφαίνει, γοητεύει, μυεί. Ο μύθος, ενότητα, ταυτότητα, υποκειμένου και αντικειμένου, κοινός, λόγων, εικόνων, μελωδιών, κινήσεων, χώρος κοινωνικός, χορός που θεραπεύει τη μορφή, λυτρώνει, φωτίζει. Ο λόγος αναλύει, διαλύει το μύθο, μηδενίζει την ύπαρξη, σβήνει την πίστη· στεγνώνει, νεκρώνει, αποδιοργανώνει, ξεκουρδίζει, σβήνει το σχήμα, παγώνει τη καρδιά, σκληραίνει το πρόσωπο, καταστρέφει τη μορφή. Η μορφή, ατομική, θνητή, ζωή, αφήνει το γεγονός της επάνω στο λόγο, τον παραλλάζει σε μύθο, λυτρώνει από το θάνατο. Για τη μορφή, ομορφιά, στο καθαρτήριο πυρ του λόγου, κατακαίει ο ποιητής, ο δημιουργός, ο καλλιτέχνης, τη σάρκα του, την ιδιωτική του γλώσσα, γκρεμίζει τον πύργο της Βαβέλ, μυθοποιός, μυθοπλάστης. Όποιος είναι τυχερός και μπορέσει να δει, να αισθανθεί ένα έργο τέχνης· θα μυηθεί και θα γνωρίσει, θα βιώσει τι σημαίνει Εγώ! Ο εγωιστής, ο εγωτικός ανθρωπάκος φυλακισμένος στη χημεία του θνητού σαρκίου, δε νιώθει την πανανθρώπινη ενότητα, την ανθρωπότητα ως ένα ενιαίο ζωντανό σώμα που το κάθε μέλος του απλώς, προς το παρόν, λόγω της ρηχότητας της αυτοσυνειδησίας, λόγω της επιφανειακότητας της συνειδητότητας, είναι χαμένο στη ψευδαίσθηση της ατομικότητας, της αυτόνομης εταιρότητας, του εαυτού. Όταν διευρύνεται η συνειδητότητα, το Εγώ, στο τελικό του βάθος δύναται και νιώθει ως Εγώ τον κάθε πλησίον, όλη την ανθρωπότητα, τον κόσμο όλο. Τότε ευφραίνεται να προσφέρει, κερδίζει δίνοντας, όχι ως ηθικολόγος που εκτελεί ηθικές εντολές, που κάνει «την καλή πράξη της ημέρας», που εκπληρώνει κάποιο καθήκον, όχι υπακούοντας σε κανόνες, αλλά ως κουρσάρος της ύπαρξης, σαν τις ένδοξες και όσιες εκείνες εξαιρέσεις που εξεγείρονται ενάντια στους κανόνες, μακριά από ηθικές επιταγές. Ευφραίνεται προσφέροντας, κερδίζει δίνοντας, νιώθει ενότητα με κάθε πλησίον, είναι ερωτικός και ερωτεύσιμος, έχει ΦΙΛΟΤΙΜΟ. Φιλότιμος κουρσάρος της πανανθρώπινης αγάπης, της ύπαρξης, της ζωής, μυθικός ήρωας, ο Ηωάνις Βαρβάκις, δια του βίου του, δια βίου μυθοποιός, μυθοπλάστης, ζωντανή εικόνα του καινούργιου ανθρώπου. Λόγω της Κρίσης, άλλος ξενιτεύεται, άλλος ξενίζεται ή ξενοδοχείται σε χώρους ξένους, άλλος απλώς ξινίζει και καταντά ξινός κι άχαρος. Ο Ηωάνις Βαρβάκις διδάσκει τον τρόπο της υπέρβασης κάθε Κρίσης. Θρεμμένος με εμπειρίες και βάσανα και παιδέματα του βίου, μας διδάσκει, ξεπερνώντας τα όρια του πεσιμισμού, της εύκολης απελπισίας, της μίζερης απογοήτευσης, μια καινούρια αισιοδοξία, τη τρέλας της δημιουργίας, που, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει καμιά ελπίδα, δεν σταματά να δρα και συντηρεί τη φλόγα της έμπνευσης, κάνοντας μια τρέλα αγαθή και ωφέλιμη για τον πλησίον, για την ανθρωπότητα, για όλο τον κόσμο. Ο Βαρβάκης δεν απογοητεύτηκε, δεν έχασε τη γοητεία του, ακόμη κι όταν βρέθηκε ξένος, ξυπόλητος, ρακένδυτος, σχεδόν ζητιάνος. Δεν απογοητεύτηκε ούτε λίγο πριν την αναχώρησή του για το αιώνιο ταξίδι, όταν ήρθε σε επαφή, όταν γνώρισε από κοντά την νεοελληνική μας μιζέρια, μικρόνοια και προδοσία. Συνέχισε να προσφέρει, ολοκλήρωσε την τελευταία του δωρεά, το κληροδότημα, για να μορφώνονται οι νέοι, για να διδάσκονται οι μεγαλύτεροι, για να ζήσει ο κόσμος. Η τελευταία δωρεά του Βαρβάκη ήταν για την Παιδεία. Για την ελληνική Παιδεία. Γιατί εκείνη η Παιδεία, ήξερε να δημιουργεί Έλληνες. Έλληνες σαν αυτούς που λάτρεψε και ύμνησε ο Νίτσε: «Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλουμε ένα κομμάτι ελληνικής ζωής για να φωτιστή αμέσως άπλετα». (Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Φιλοσοφίας, μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιου, εκδ. Μάρη Κοροντζή 1975, σελ. 15). «Πάντα ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπαθούσε να απελευθερωθεί από τους Έλληνες. Ένιωθε βαθύτατη δυσαρέσκεια γιατί οτιδήποτε κι αν δημιουργούσε, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή συγκρινόμενο με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα. Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το σθένος να ονομάζει βαρβαρικό ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. “Ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι”, αναρωτιέται κανείς, “που, παρ' όλο που έχουν μόνο εφήμερη ιστορική αίγλη, κωμικά περιορισμένους θεσμούς, αμφίβολη ηθική και χαρακτηρίζονται από ειδεχθή ελαττώματα, έχουν την αξίωση και την αξιοπρέπεια να ξεχωρίζουν από τις μάζες και να κατέχουν την εξέχουσα θέση της μεγαλοφυΐας;” Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες!» Και συνεχίζει, ο Νίτσε, με μια υπέροχη εικόνα: «Οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους, σαν ηνίοχοι, τα χαλινάρια της δικής μας και κάθε άλλης κουλτούρας, αλλά σχεδόν πάντα τα άρματα και τα άλογα είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους Έλληνες, οι οποίοι, παίζοντας, οδηγούν το άρμα στην άβυσσο, και καθώς αυτό γκρεμίζεται, οι ίδιοι τους, εύκολα υπερπηδούν την άβυσσο μ’ ένα άλμα σαν του Αχιλλέα». (Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Βάνιας 2008, σελ. 143-144). «Οι Έλληνες, ακριβώς κατά τις περιόδους της διάλυσης και της αδυναμίας τους, γίνονταν όλο και πιο αισιόδοξοι, ... όλο και πιο ευδιάθετοι και επιστημονικοί». (Φρίντριχ Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Βάνιας 2008, σελ. 39-40). Αιωνία σου η μνήμη Ιωάννη Βαρβάκη!
Σε ευχαριστούμε που υπήρξες! Κατεβάζοντας το παρακάτω pdf αρχείο
varvakis.blogspot.gr.pdf έχετε τα περιεχόμενα όλων των αναρτήσεων του blog varvakis.blogspot.gr διαθέσιμα για εκτύπωση. | ||||
Περί αυτού του blog
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου