«Ο Βαρβάκης ζει με ταπεινή απλότητα και δεν υπερηφανεύεται για τον πλούτο του, αλλά ανοίγει τις αποθήκες και τη καρδιά του με έργα φιλανθρωπίας και συχνά αναζητεί ο ίδιος όσους έχουν ανάγκη, δεν περιμένει να έρθουν σ’ αυτόν. Αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι ο κ. Βαρβάκης σε κάθε εκκλησιαστική γιορτή πηγαίνει μόνος, χωρίς συνοδεία, στα σπίτια των φτωχών, στα νοσοκομεία, στις φυλακές και δίνει τα δώρα της ευσπλαχνίας του. «Λόγιος Ερμής» 1-8-1819, σσ. 646-656, και
Κάποια σημαντικά γεγονότα από τη ζωή του Βαρβάκη
Ο Ιωάννης Βαρβάκης γεννήθηκε την ημέρα της γιορτής του Γενεθλίου του Τιμίου Προδρόμου, στις 24 Ιουνίου του 1743 στο νησί των Ψαρών (Αλφαβητικός κατάλογος ευγενών του Αστραχάν. Κρατικό Αρχείο Περιοχής Αστραχάν - GΑΑΟ, fond 375, op 1, del 24, list 19 ob). «Βαρβάκη» τον φώναζαν οι συνομήλικοι του επειδή από μικρός είχε μεγάλα αυστηρά μάτια και ήταν ορμητικός, όπως ένα είδος πουλιού, ανάμεσα σε γεράκι και κουκουβάγια, που υπήρχε στα Ψαρά και το έλεγαν βαρβάκι (ιέραξ ο οξύπτερος – falco oxypterus). Πατέρας του, ήταν ο καραβοκύρης Ανδρέας Λεοντής και η μητέρα του η Μαρία ή επικαλούμενη Μαρού. Σύντομα – δεν γνωρίζουμε πότε – απέκτησε αδελφό, τον Γιώργο. Στα Ψαρά πρέπει να έμαθε κάποια ‘κολλυβογράμματα’ γιατί σύμφωνα με μαρτυρία του ιδίου το 1769 ήξερε να διαβάζει. Ξεκίνησε τη ναυτική του ζωή ως μούτσος (ακόλουθος), στο καράβι του πατέρα του ήταν δεν ήταν οκτώ χρονών. Στα δέκα του χρόνια έμαθε τα βασικά ... να πυροβολεί με τουφέκι, πιστόλι και κανόνι! Στα δεκαπέντε του, ο πατέρας του, τον προήγαγε σε ναύτη-παρτσινέβελο, δηλαδή μεριδούχο-συνέταιρο στο πλοίο. Στα δεκαεπτά ή δεκαοκτώ του σε καραβοκύρη! Του έδωσε χρήματα και ναυπήγησε στα Ψαρά δικό του καράβι, μια γαλιότα. Η γαλιότα ήταν γρήγορο, ελαφρύ και ευέλικτο καράβι. Είχε 42 μέτρα μήκος, 4,5 πλάτος και εκτόπισμα 75 με 100 τόνους· χαμηλά έξαλα, χαμηλή πλώρη και υψωμένη πρύμνη. Είχε δύο ή τρία ιστία, όπου σήκωναν τριγωνικό πανί. Στην κάθε πλευρά είχε 16 με 20 κουπιά. Για οπλισμό έφερε δύο κανόνια στην πλώρη. Διέθετε πλήρωμα 70 με 100 ανδρών.
Κατά τον επταετή πόλεμο (ανάμεσα σε Αγγλία-Πρωσία και Γαλλία-Αυστρία-Ρωσία, 1756-1763) οι Άγγλοι προέτρεπαν τους Έλληνες ναυτικούς να γίνουν κουρσάροι υπό την προστασία της αγγλικής σημαίας για να κουρσεύουν γαλλικά πλοία. Οι Γάλλοι πρόξενοι της Ανατολής αναφέρουν τους Έλληνες κουρσάρους ως Angligrecs (Αγγλοέλληνες). Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε στον ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1769-1774) όπου οι Άγγλοι ήταν σύμμαχοι των Ρώσων. Ο Βαρβάκης, ήδη από την εποχή που ήταν στο καράβι του πατέρα του έπαιρνε μέρος σε ρεσάλτα εναντίον τουρκικών πλοίων. Σύμφωνα με ρωσικές πηγές ο Βαρβάκης ήταν «αεικίνητος κουρσάρος», τον οποίον οι Τούρκοι θεωρούσαν ως τον πιο τρομερό πειρατή στο Αιγαίο. Ο σουλτάνος επικήρυξε το κεφάλι του με χίλια πιάστρα (νόμισμα της Αιγύπτου και της Τουρκίας). Τμήμα του Οθωμανικού στόλου έφθασε στα Ψαρά και ο καπουδάν πασάς, ο ναύαρχος δηλαδή, απαίτησε να παραδώσουν τους αρχηγούς των κουρσάρων και μάλιστα τον Βαρβάκη, αλλιώς, απείλησε, θα κάψει το νησί. Τελικά το ρουσφέτι έσωσε τους ψαριανούς από την καταστροφή. Εικοσιτριών χρονών το καλοκαίρι του 1768 παντρεύτηκε και το 1770 απέκτησε μια κόρη την Μαρία (Μαρού) η οποία το 1785 παντρεύτηκε τον Νικόλαο Κομνηνό. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής για να παντρευτεί μια κοπέλα έπρεπε να έχει κλείσει τα δεκατέσσερα. Το 1769 ο Βαρβάκης, έμαθε ότι ο πατέρας του, ο καπετάν Ανδρέας, ήταν βαριά άρρωστος, αλλά δεν αποφάσιζε να πάει στο νησί μήπως τον δουν τίποτα ξένοι και προκαλέσει την οργή των Οθωμανών ενάντια στους ανθρώπους του νησιού. Αλλά στα τέλη του Νοέμβρη του 1769, σε περίοδο φουρτούνας που δεν έπιαναν ξένα καράβια στο νησί επισκέφτηκε το πατρικό του σπίτι. Διηγήθηκε ο ίδιος στα εγγόνια του: «Ήταν Νοέμβρης του 1769. Η θάλασσα, φουρτουνιασμένη, σήκωνε θεόρατα κύματα. Σκέφτηκα πως με τέτοιο τρικυμία δύσκολα θα ‘πιανε τούρκικο καράβι στα Ψαρά. Η φουρτούνα, λοιπόν, μ’ έφερε στην πατρίδα. Αράξαμε κάπου απάνεμα· άφησα το καράβι στους άνδρες μου κι έτρεξα τη νύχτα στο πατρικό σπίτι. Ο Πατέρας μου, εδώ και μήνες, δεν σηκωνόταν πια απ’ το κρεβάτι, κι η μάνα μου του παραστεκόταν». Ο πατέρας του εδώ και μήνες ήταν κατάκοιτος, αλλά, μόλις είδε το γιο του, τα μάτια του έλαμψαν. Συνεχίζει ο Βαρβάκης: -”Πατέρα, τι να κάνω; Τα πράγματα στη θάλασσα έγιναν δύσκολα· άμα με πιάσουν θα κάνουν κακό σε όλους. Μήπως να πάω στην Κωνσταντινούπολη να παραδοθώ;” -“Γιέ μου, ας ορίσει ο Θεός τι θα κάνουμε, φέρε το Ευαγγέλιο”. Ο πατέρας με τρεμάμενα χέρια άρχισε να ανοίγει τις χάλκινες πόρπες. Κατάλαβα τι ήθελε· σε δύσκολες στιγμές οι νησιώτες χριστιανοί κατέφευγαν στο Ευαγγέλιο. Ο πατέρας άνοιξε τις σελίδες στην τύχη, εγώ, χωρίς να κοιτάζω, έβαλα το δάχτυλο μου κι έδειξα μια σειρά. “Διάβασε”, μου είπε. Κι εγώ άρχισα να διαβάζω αργά το στίχο: “Έφη αυτώ ο Ιησούς ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησον σου τα υπάρχοντα”. “Ακούς!” κι ανασηκώθηκε ο πατέρας· “ο ίδιος ο Θεός σου ερμηνεύει, πούλησε τα υπάρχοντα. Πούλησε το χτήμα, πούλησε τα όλα· υπάρχει και λίγο χρυσάφι, πάρε κι αυτό. Αγόρασε καινούριο καράβι και να πας να ενωθείς με το ρωσικό στόλο”. “Για ποιο στόλο μιλάς, πατέρα;” “Άκουσα πως οι Ρώσοι πέρασαν ήδη το Τζιμπραλτάρ. Σύντομα θα είναι στα δικά μας νερά”» (Μαρκόφ Αλεξάντερ, Ο Έλληνας από το Νησί Ψαρά, Αληθινές Ιστορίες της περιοχής Αστραχάν, Αστραχάν 1976, σσ. 150-151). Γράφει ο Firmin Didot στις ‘Αναμνήσεις από την Ελλάδα’: «Ευρισκόμενος εις Σμύρνην επληροφορήθην ότι ο Βαρβάκης, πωλήσας την πατρώαν περιουσίαν του, εξώπλησεν εν πολεμικόν πλοίον και επροξένησε πολλάς ζημίας εις τους μουσουλμάνους» (Firmin Didot, Mémoires sur la Grèce et les contrées voisines, Paris 1826, σσ. 24-26). Το παλιό του το καράβι, την γαλιότα, το άφησε στους συμπατριώτες του παρτσινέβελους με καπετάνιο τον αδελφό του τον Γιώργο. Από πού το καινούριο δεν είναι γνωστό αλλά ήταν ένα σεμπέκ. Ο τύπος αυτός καραβιού πρωτοεμφανίστηκε στα παράλια της Καλαβρίας στις αρχές του 16ου αιώνα. Ήταν πολύ γρήγορο καράβι, είχε ιστούς μεγάλου αναπτύγματος, που δέχονταν τριγωνικά ή τετράγωνα πανιά, ανάλογα με τον καιρό. Είχε τη δυνατότητα να εξοπλιστεί με είκοσι κανόνια, δέκα σε κάθε μεριά.
Σύντομα τα ρωσικά καράβια με ναύαρχο τον Γκρηγκόρι Αντρέγιεβιτς Σπυριντώφ έφθασαν στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου. Ο Βαρβάκης πήγε στη Μύκονο και έμαθε ότι ο ρωσικός στόλος βρισκόταν στο Οίτυλο της Μάνης. Αρχές του Μάρτη του 1770 έφτασε στο Οίτυλο. Συνάντησε τον Ορλώφ και τον Σπυριντώφ και τους ανέφερε ότι θέλει να προσχωρήσει στον ρωσικό στόλο μαζί με το καράβι του. Ο ρωσικός στόλος τις 4 Απριλίου άρχισε να πολιορκεί το Ναβαρίνο. Σύμφωνα με τα έγγραφα του Ορλώφ και του Σπυριντώφ ο Βαρβάκης ήλθε στο Ναβαρίνο και παρουσιάστηκε στο ναύαρχο. Ο Σπυριντώφ δέχτηκε με χαρά τον Ψαριανό καπετάνιο να ενταχθεί μαζί με το εικοσακάνονο καράβι του (σεμπέκιον) και το πλήρωμά του στις ρωσικές δυνάμεις. Έτσι ο Βαρβάκης συμμετείχε στην πολιορκία του κάστρου του Ναβαρίνου, που έπεσε στις 10 Απριλίου 1770. Εν τω μεταξύ έφτασε και δεύτερη μοίρα του ρωσικού στόλου με αρχηγό τον Σκωτσέζο Τζων Έλφινστον (Elphinstone). Αρχές του Μάη του 1770 ο τουρκικός στόλος, με καπουδάν πασά (ναύαρχο) τον Ιμπραήμ Χοζαμεδδίν και υπαρχηγό τον Χασάν Τζεζάερλη Μαντάλογλου, έφτασε στα ανοιχτά του Ναυπλίου, αποτελούμενος από δεκαπέντε μεγάλα και δεκαπέντε μικρά πλοία. Ο ρωσικός στόλος κατευθύνθηκε προς τις Σπέτσες και την Ερμιονίδα για να συναντήσει τον τουρκικό ο οποίος βρισκόταν στο λιμάνι του Ναυπλίου αλλά ο Χοζαμεδδίν απέφυγε την σύγκρουση. Προς τα τέλη Μαΐου έβγαλε το στόλο από το λιμάνι του Ναυπλίου και τράβηξε ανατολικά. Οι Ρώσοι προσπάθησαν να τον καταδιώξουν, ακινητοποιήθηκαν όμως λόγω άπνοιας κοντά στην Ύδρα κι έχασαν επαφή. Τότε ο Βαρβάκης παρουσιάστηκε στο Ρώσο ναύαρχο, τον Σπυριντώφ ο οποίος του πρότεινε: «Σου ζητώ να γίνεις πλοηγός· με το γρήγορο καράβι σου να ψάξεις να βρεις για πού τράβηξε ο τουρκικός στόλος και να ‘ρθεις να μας πεις». Και ο Βαρβάκης απάντησε: «Ναύαρχε, δεν χρειάζεται να ψάξω· ξέρω που πάει· δύο ναυστάθμους έχει, δύο ασφαλισμένα λιμάνια, τον κόλπο της Σμύρνης και του Τσεσμέ (Κρήνη), που βρίσκονται απέναντι από τη Χίο· σε ένα από αυτά θα ποδίσει. Είναι άχρηστο να γυρίσω για να σε βρω· καλύτερα να έλθεις εσύ και να πιάσεις λιμάνι στα Ψαρά που είναι ασφαλισμένα από βοριά. Εκεί θα σε ειδοποιήσω» (Μαρκώφ Αλεξάντερ, Εδώ έζησε ο ήρωας του Τσεσμέ, εφημ. Βόλγκα, αρ. φυλ. 26, 26/12/1976, σσ. 10-12). Στις 24 Ιουνίου 1770 ο ρωσικός στόλος συνάντησε τον τουρκικό στο κόλπο του Τσεσμέ. Ο καπουδάν πασάς Χοζαμεδδίν βγήκε στη στεριά και άφησε ναύαρχο τον υποναύαρχο Χασάν Τζεζάερλη. Τον ρωσικό στόλο αποτελούσαν τρεις μοίρες, του Σπυριντώφ, του Έλφινστον και του Ορλώφ. Γενικός αρχηγός ήταν ο Ορλώφ. Η ναυαρχίδα του Σπυριντώφ «Ευστάθιος» προηγείτο του σχηματισμού και εκμεταλλευόμενη τον βοριά τράβηξε ευθεία πάνω στην ναυαρχίδα των Οθωμανών «Ρεάλ Μουσταφά». Με τις πρώτες κανονιές καταστράφηκε το πηδάλιο του «Ευστάθιος». Το τουρκικό καράβι «Καπουδάν Πασάς» με εκατό κανόνια έσπευδε να βοηθήσει τη ναυαρχίδα του Χασάν αλλά ένα σεμπέκι με ρωσική σημαία εμφανίζεται μπροστά στη πλώρη του και ρίχνει ομοβροντία εναντίον του με τα δέκα κανόνια του. Κόβει ταχύτητα, στρίβει δεξιά, αλλά το μικρό καράβι στρίβει κι αυτό και ξαναχτυπά με τα άλλα δέκα κανόνια της άλλης του πλευράς. Τελικά το «Καπουδάν Πασάς» δεν μπόρεσε να βοηθήσει την ναυαρχίδα του. Το σεμπέκι κυβερνούσε ο Βαρβάκης, σύμφωνα με το ημερολόγιο του ναυάρχου (Μαρκώφ Αλεξάντερ, Ο Έλληνας από το Νησί Ψαρά, Αληθινές ιστορίες της περιοχής Αστραχάν, Αστραχάν 1976, σ. 152). Τελικά οι Ρώσοι πυρπόλησαν τη ναυαρχίδα του Σπυριντώφ «Ευστάθιος» και αυτή ανατινάχτηκε καταστρέφοντας μαζί της και το «Καπουδάν Πασά». Ο υπόλοιπος τουρκικός στόλος κατέφυγε στο λιμάνι του Τσεσμέ (Κρήνη). Οι Ρώσοι, έχοντας χάσει πεντακόσιους άνδρες, απέκλεισαν την είσοδο του λιμανιού και αποφάσισαν να στείλουν πυρπολικά μέσα στο λιμάνι. Ο Σπυριντώφ πρότεινε να μετατραπούν σε πυρπολικά ελληνικά καράβια που ήταν μικρά ευκίνητα και κατάλληλα για ρηχά νερά. Οι Έλληνες καπεταναίοι δέχτηκαν και ο Βαρβάκης απάντησε: «Θα το δώσω το καράβι μου αν με αφήσετε να το κουμαντάρω εγώ». Ο Ούγγρος βαρόνος Φρανσουά Τοττ, στρατιωτικός σύμβουλος της Υψηλής Πύλης, φίλος του Χασάν Τζεζάερλη και οργανωτής της τουρκικής άμυνας στα Στενά, γράφει: «Ο τουρκικός στόλος, ύστερα από τη θανάσιμη μονομαχία των δύο ναυαρχίδων, κατέφυγε στο Τσεσμέ στις 24 Ιουνίου 1770. Οι Ρώσοι έστειλαν πέντε πυρπολικά. Αλλά από τα πέντε έφτασαν μόνο τρία. Προχώρησαν μέσα στο σκοτάδι τα δύο και ακολουθούσε το τρίτο. Οι Τούρκοι βλέποντας τα δύο μικρά πλοία να κατευθύνονται προς το λιμάνι νόμισαν ότι ήταν λιποτάκτες που αυτομολούσαν από τον ρωσικό στόλο και τους περίμεναν για να αλυσοδέσουν τα πληρώματα και να τα οδηγήσουν θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Οι δύο “λιποτάκτες” γλίστρησαν ανενόχλητοι μέσα στο λιμάνι δέθηκαν δίπλα σε ένα τουρκικό καράβι, άναψαν τα μπουρλότα και φλόγες τύλιξαν ολόκληρο το στόλο. Το λιμάνι του Τσεσμέ, κατάμεστο από καράβια, μπαρούτι και κανόνια, έγινε ένα ηφαίστειο, που κατάπιε ολόκληρο τον τουρκικό στόλο» (Baron de Tott, Mémoires du Baron de Tott, sur les Turcs et les Tartares, A Maestricht 1786, τ. Β’, μέρος Γ’, σ. 23). Στο πρώτο πυρπολικό αρχηγός ήταν ο Ρώσος υπολοχαγός Ιλίν, στο δεύτερο ο Βαρβάκης (με Ρώσους ναύτες) και στο τρίτο ένας Άγγλος. Μπροστά πήγαινε τα καράβια του Ιλίν και του Βαρβάκη, το ένα πίσω από το άλλο. Παραπίσω ακολουθούσε το τρίτο του Άγγλου. Όταν πλησίασαν το πυρπολικό του Ιλίν έστριψε δεξιά, ενώ ο Βαρβάκης κατεύθυνε το δικό του στο κέντρο. Σε λίγο το πρώτο τουρκικό καράβι ανατινάχτηκε από το πυρπολικό του Ιλίν. Η τρομερή έκρηξη τράβηξε την προσοχή των Τούρκων ναυτών προς τα εκεί κι έτσι το σεμπέκι του Βαρβάκη τρύπωσε και πλησίασε ένα μεγάλο καράβι. Όταν το πλήρωμα του τουρκικού αντιλήφθηκε το σεμπέκι άρχισε να ρίχνει με πιστόλες και τουφέκια. Γρήγορα το πυρπολικό γαντζώθηκε δίπλα στη τουρκική φρεγάτα. Ο Βαρβάκης διέταξε τους ναύτες του να κατεβούν στη βάρκα και να απομακρυνθούν. Ο ίδιος, όταν η φωτιά άναψε για τα καλά πήδηξε στη θάλασσα. Σε λίγο ακούστηκε δυνατή έκρηξη. Το πυρπολικό ανατινάχτηκε και η φωτιά μεταδόθηκε στη φρεγάτα. Οι Ρώσοι ναύτες μάζεψαν τον Βαρβάκη και βγήκαν από το λιμάνι. Το τρίτο πυρπολικό δεν μπόρεσαν να το δέσουν γερά σε κάποιο καράβι και κάηκε ανώφελα μέσα στον κόλπο. Σε ελάχιστο διάστημα η φωτιά μεταδόθηκε και στα άλλα καράβια που ήσαν κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Το λιμάνι του Τσεσμέ μεταβλήθηκε σε πύρινη κόλαση. Τα κανόνια, γεμάτα μπαρούτι και μπάλες υπερθερμάνθηκαν από τη φωτιά και άρχισαν να εκρήγνυνται εκσφενδονίζοντας κάποιες μπάλες και στη στεριά. Σε λίγο η φωτιά μεταδόθηκε και στις μπαρουταποθήκες της παραλίας. «Τις φλόγες των οθωμανικών πλοίων που καίγονταν, οι Ψαρριανοί τις έβλεπαν πάνω από τα βουνά της Χίου», γράφει ο Νικόδημος (Κωνστ. Νικοδήμου, «Υπόμνημα της Νήσου Ψαρών», τ. 1ος, Αθήνησι 1862, σ. 20). «Όλα τα Τουρκικά καράβια (στο Τσεσμέ) άρπαξαν φωτιά, η οποία μαινόταν από τις 1 μετά τα μεσάνυχτα μέχρι τις 6 το πρωί. Το θέαμα ήταν φοβερό, ο κρότος ακούστηκε μέχρι την Αθήνα, στην Σμύρνη εσείετο η γη και τα ρωσικά καράβια που ήσαν λίγο μακρύτερα χοροπηδούσαν πάνω στα κύματα. Οι Τούρκοι που ήσαν στα καράβια σώθηκαν κολυμπώντας στη στεριά κι εκεί έσφαξαν όσους βρήκαν Έλληνες και πυρπόλησαν πόλεις και χωριά». (Κωνσταντίνου Κούμα, «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας», εν Βιέννη 1831, τ. 10, σ. 246). Στο «Σομπστβ νορούτσνιι Ζουρνάλ» (ιδιόχειρο ημερολόγιο καταστρώματος) του «Ροστισλάβ» ο κομαντόρ Γκρέιγκ έγραψε: «Η πυρπόληση του τουρκικού στόλου έγινε κατά τις 3 το πρωί. Ευκολότερο είναι να φανταστείς παρά να περιγράψεις τον τρόμο, την έκπληξη και τη σύγχυση που κυριάρχησαν στον αντίπαλο. Ο φόβος των Τούρκων ήταν τόσο μεγάλος, ώστε δεν εγκατέλειπαν μόνο τα πλοία, που δεν καίγονταν ακόμη, αλλά και τα πυροβολεία της ακτής, και αυτό ακόμα το φρούριο και την πόλη του Τσεσμέ» (Γιούνγκα Ευγκένι, Αντμιράλ Σπυριντώφ, έκδ. Βογιένιεντατ, Μόσχα 1957, σ. 102). Ο απολογισμός της καταστροφής σε καράβια ήταν: «Πυρπολήθηκαν 15 μεγάλα καράβια των 70 μέχρι 100 κανονιών, 9 των 15 μέχρι 30 κανονιών, και πολλές γαλέρες. Μόνο 1 καράβι 60 κανονιών και 5 γαλέρες ξέφυγαν τις φλόγες και κυριεύτηκαν από τους Ρώσους» (Μελιρρύτου Κυριάκου, Χρονολογία ιστορική φιλοπονηθείσα, εν Οδησσώ 1836, σ. 116). Στον παραπάνω απολογισμό η περιγραφή του Γκρεγκ που σώζεται στο Ίδρυμα Κομνηνού-Βαρβάκη συμπληρώνει: «Ένα μεγάλο πλοίο με την ονομασία "Ρόδος" με 66 κανόνια και 5 γαλέρες αιχμαλωτίστηκαν. Από την πλευρά των Ρώσων σκοτώθηκαν 10 άνθρωποι και από τους Τούρκους 10.000» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). Ο συγγραφέας της ιστορικής αφήγησης «Τσεσμέ», Βλαδίμηρος Σίγκιν μας πληροφορεί ότι: «Τη μεγαλύτερη επιτυχία είχε το πυρπολικό του Βαρβάκη. Μανουβράροντας κατάλληλα, είχε την ευκαιρία να πλησιάσει το μεγάλο τουρκικό πλοίο και έβαλε φωτιά στο δικό του πυρπολικό. Άναψε πύρινος πυρσός και σε λίγο ακούστηκε τρομερός θόρυβος και η τουρκική φρεγάτα έπεσε σε μια από τις πλευρές του πλοίου. Ένα μετά το άλλο άρχισαν να εκρήγνυνται τα τουρκικά πλοία. Ο Τσεσμεϊκός Όρμος μεταμορφώθηκε σε ένα ηφαίστειο εν ενεργεία. Ο Ιωάννης Βαρβάκης βρισκόταν μέσα σ' αυτή τη φωτιά, ριψοκινδύνεψε τη ζωή του, και τραυματίστηκε βαριά» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία).
Ο Ορλώφ συγχάρηκε τον Βαρβάκη και του είπε ότι για το κατόρθωμα του θα γίνει επίσημη αναφορά στην τσαρίνα Αικατερίνη Β’. Πράγματι το γεγονός αναφέρθηκε με επίσημο έγγραφο στην Αγία Πετρούπολη. Η Αικατερίνη ενέταξε τον Βαρβάκη στις στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσίας με το βαθμό του υπολοχαγού. Το επίσημο αυτό έγγραφο, με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1772, βρίσκεται στο Χρονικό της Τάξης των ευγενών του Αστραχάν. Εκτός από την ναυμαχία του Τσεσμέ ο Βαρβάκης συμμετείχε στη ναυμαχία της Βηρυτού, της Πάτρας και στον κόλπο της Ναυπάκτου και στην από θαλάσσης έφοδο στα φρούρια Στάνκο και Μποντρούμ (Αλικαρνασσού), ενταγμένος στη δύναμη της μοίρας του Βοϊνόβιτς. Η αναγγελία της καταστροφής του τουρκικού στόλου στο Τσεσμέ προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η Τουρκία δεν είχε δοκιμάσει μεγαλύτερη συμφορά από την εποχή της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, διακόσια χρόνια πριν (1571). Το γόητρο της Ρωσίας και της Αικατερίνης Β’ ανέβηκε κατακόρυφα. Ο βαρόνος Τοττ, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, γράφει: «Δεν ήταν μονάχα η ταπείνωση του οθωμανικού γοήτρου. Η Αυτοκρατορία έπρεπε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο του επερχόμενου λιμού που απειλούσε την πρωτεύουσα. Η καταστροφή του τουρκικού στόλου και η εγκατάλειψη του Αιγαίου στο έλεος των Ρώσων θα εμπόδιζε τον εφοδιασμό της Πόλης. Υπήρχε και ο κίνδυνος ο ρωσικός στόλος να παραβιάσει τα Στενά και να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στο σεράι και να υπαγορεύσει τη θέληση του στο σουλτάνο. Πανικός επικρατούσε σ’ όλη την πολιτεία» (Baron de Tott, Mémoires du Baron de Tott, sur les Turcs et les Tartares, A Maestricht 1786, τ. Β’, μέρος Γ’, σ. 25). Όπως ήταν φυσικό ακολούθησαν αντίποινα. Η πρώτη που «την πλήρωσε» ήταν η Σμύρνη. Ακολούθησαν σφαγές στη Πόλη και σε άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας. Γράφει ο πρόξενος της Γαλλίας στη Σμύρνη Peyssonnel προς τον Tott: «Ο όχλος αγανακτισμένος από τη συμφορά και ερεθισμένος από τις εμπρηστικές δημηγορίες του τελώνη της Σμύρνης Ιμπραήμ αγά, θέλησε να κορέσει τη λύσσα του εξοντώνοντας χριστιανούς και κυρίως Έλληνες. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ έδωσε το παράδειγμα. Την Κυριακή (27 Ιουνίου 1770) στις πέντε το πρωί, έσφαξε τους Έλληνες υπαλλήλους του τελωνείου. Το παράδειγμα ακολούθησαν κι άλλοι Τούρκοι στα παζάρια, στις πλατείες, στα σταυροδρόμια και στην προκυμαία. Μέσα σε τέσσερεις ώρες έσφαξαν περίπου 1.500 Έλληνες. Η Διοίκηση δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να συντρίψει τους ταραξίες. Όλοι οι Ευρωπαίοι κατέφυγαν στα καράβια. Μονάχα οι πρόξενοι έμειναν στην πόλη για να προστατεύσουν, όσο ήταν δυνατό, την περιουσία και τη ζωή των ομοεθνών τους. Αυτή η αναταραχή κράτησε πάνω από ένα μήνα. Τρόμος βασίλευε παντού» (Baron de Tott, Lettre de M. de Peyssonnel, ancient Consul-General a Smyme ..., A Maestricht 1786, τ. Β’, μέρος Ε’, σ. 23). Οι Ρώσοι σκέφτηκαν επιτεθούν στη Σμύρνη για να ελλιμενιστούν τα καράβια τους. Ο πασάς της Σμύρνης όταν το έμαθε κάλεσε τους προξένους των ευρωπαϊκών δυνάμεων και τους προειδοποίησε ότι μόλις εμφανιστεί ο ρωσικός στόλος θα δοθεί το σύνθημα για γενική σφαγή των χριστιανών. Ο Ορλώφ όταν το άκουσε αυτό παραιτήθηκε από το σκοπό του να χτυπήσει τη Σμύρνη και αποφάσισε να παρεμποδίζουν την μεταφορά τροφίμων στην Κωνσταντινούπολη και να μην επιτρέψουν την έξοδο του υπόλοιπου τουρκικού στόλου από τον Ελλήσποντο στο Αιγαίο. Ο Σπυριντώφ ζήτησε από τον Βαρβάκη να τον συνοδέψει στα Ψαρά και ο Βαρβάκης απάντησε: «Εάν πάω χωρίς δικό μου καράβι, πώς θα τους ξεσηκώσω να επαναστατήσουν; Πώς θα τους πείσω να μετατρέψουν τα καράβια τους σε πολεμικά εάν δεν έχω δικό μου καράβι να το κάνω πολεμικό;» Ο ρώσος ναύαρχος κατάλαβε, και ανέθεσε στο φίλο του Βαρβάκη, μυκονιάτη, Αντώνη Ψαρό που τον προόριζε για διοικητή των Κυκλάδων να του αγοράσει, με έξοδα των Ρώσων, καινούριο καράβι. Ο Σπυριντώφ πήγε στα Ψαρά και οι ψαριανοί επαναστάτησαν με την ελπίδα της ίδρυσης ανεξάρτητου κράτους. Οι Ρώσοι κατέλαβαν αρχικά την Λήμνο (τον Ιούλιο του 1770) αλλά ύστερα από αιφνιδιαστική επίθεση των Τούρκων την εγκατέλειψαν. Ο Ορλώφ μετά από αυτή την ήττα επιβιβάστηκε σε μια φρεγάτα και έφυγε για την Ιταλία παραγγέλλοντας στον Σπυριντώφ να οδηγήσει τον στόλο στις Βαλεαρίδες. Είναι χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του Ορλώφ αυτό που αναφέρει ο Κούμας: «Στο Λιβόρνο ο Ορλώφ παρήγγειλε σε έναν ζωγράφο (Ακέρτ) να ζωγραφίσει την ναυμαχία του Τσεσμέ σε τέσσερεις πίνακες και για να βοηθήσει την φαντασία του ζωγράφου ανατίναξε ένα πολεμικό πλοίο» (Κούμα Κωνστ., «Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας», εν Βιέννη 1832, τ. 10, σ. 346). Ο Σπυριντώφ όμως δεν έφυγε. Οι Έλληνες όταν είδαν ότι έφυγε ο Ορλώφ και έμαθαν ότι ετοιμαζόταν να φύγει και ο Σπυριντώφ πήγαν, μαζί με τον Βαρβάκη, να τον συναντήσουν: «Αν μας εγκαταλείψετε τώρα, τότε, αν σε ευνοϊκότερες περιστάσεις, μας προσκαλέσετε να συμπράξουμε μαζί σας, όχι μόνο δεν θα σας ακούσουμε, αλλά θα στραφούμε και εναντίον σας» (Σαθά Ν.Κ., Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Αθήνησι 1869, σ. 516). Ο Σπυριντώφ πείσθηκε να ξεχειμωνιάσει στο Αιγαίο. Ο ρωσικός στόλος κατέπλευσε στη Πάρο και στη Μύκονο. Ο Βαρβάκης με το καινούριο του καράβι, ένα μπρίκι, επιστρέφει στα Ψαρά. Το μπρίκι ήταν ιστιοφόρο του 18ου αιώνα με ψηλά κατάρτια, ταχύτατο και χωρίς κουπιά. Στα Ψαρά συνάντησε τη γυναίκα του Μαρία, τη κόρη του Μαρία, ενός χρόνου και τη μάνα του Μαρία. Ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες. Το καράβι του το είχε μετατρέψει σε πολεμικό. Οι ψαριανοί όργωναν το Αιγαίο με τα καράβια τους και καταλάμβαναν όποιο τουρκικό καράβι έβρισκαν. «Όσο αδάμαστος και ανδρείος ήταν στις ναυμαχίες ο Βαρβάκης, τόσο ήμερος και φιλάνθρωπος ήταν προς όσους έπιανε αιχμαλώτους, Οθωμανούς ή Εβραίους». Ο Κωνσταντής Νικόδημος γράφοντας για τη δράση του Βαρβάκη αναφέρει δύο περιστατικά, από αυτή την περίοδο, για τα οποία είχε ακούσει από τον πατέρα του Νικόλα, που ήταν φίλος του Βαρβάκη και μέλος του πλήρωματός του: «Είχαν καταλάβει ένα καράβι στο νότο της Ιωνίας και είχαν πάρει αιχμαλώτους. Κοντά στη Μυτιλήνη ο Βαρβάκης άκουσε μεγάλο φασαρία. Βγαίνει από τη καμπίνα του καπετάνιου και βλέπει το πλήρωμα του πάνοπλο να είναι έτοιμο να κατασφάξει τους σιδηροδέσμιους αιχμαλώτους, Οθωμανούς και Εβραίους· ‘μη τολμήσει κανείς να πειράξει αιχμάλωτο’ είπε με αυστηρή φωνή ο Βαρβάκης, ‘στο πλοίο μου κανείς δεν μπορεί να βλάψει άνθρωπο, είτε Τούρκος είναι αυτός είτε Εβραίος, είτε αιχμάλωτος είτε ελεύθερος. Αυτοί οι άνθρωποι πλέον δεν είναι εχθροί μας, είναι δυστυχισμένοι ικέτες. Η ζωή τους κρέμεται στο τράχηλο μου κι έχω να δώσω λόγο στο Θεό. Και τέλος πάντων αν επιμένετε στο σκοπό σας μπορείτε να τον επιτελέσετε αφού όμως τους βγάλω στη στεριά, τους αφαιρέσω τα δεσμά και τους εξοπλίσω. Τότε εκεί μπορείτε να τους φερθείτε σαν εχθρούς σας. Στο πλοίο μου όμως, κάτω από τα μάτια μου, δεν θα σας επιτρέψω ποτέ να τους σφάξετε άοπλους σαν πρόβατα’. Μια άλλη φορά λέει ο Νικόδημος είχε στο πλοίο του αιχμαλώτους σιδηρουργούς και τους είχε επιτρέψει να εργάζονται την τέχνη τους στο αμπάρι. Αλλά κάποιοι από το πλήρωμα, μεταξύ τους και ο αδελφός του Βαρβάκη παρενοχλούσαν τους δυστυχείς αιχμαλώτους για να τους προκαλέσουν να αντισταθούν και να μην υπακούσουν ώστε να βρουν αφορμή για να τους σφάξουν. Όταν το έμαθε ο Βαρβάκης επέπληξε πολύ αυστηρά όλο το πλήρωμα και ακόμη περισσότερο τον αδελφό του λέγοντας: ‘στο πλοίο μου κανένας δεν έχει δικαίωμα να ζητάει από τους αιχμαλώτους να δουλεύουν πάνω από τις δυνάμεις τους. Αν μάθω ξανά ότι τους παιδεύετε θα τιμωρήσω πολύ αυστηρά τον ένοχο, είτε απλός ναύτης είναι, είτε αξιωματικός, είτε αδελφός μου’» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 161-162). Η δράση των Ψαριανών συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 1774, οπότε ο ναύαρχος Σπυριντώφ αποχώρησε από το Αιγαίο. Ο Βαρβάκης ναυπήγησε καινούριο καράβι, μια τρικάταρτη φρεγάτα, με είκοσι έξι κανόνια. Οι Ψαριανοί έδωσαν στο καράβι του, για το μέγεθος του, το όνομα «Φριγαδέλα». «Κατά τη διαδικασία της καθέλκυσης, επειδή το καράβι ήταν μεγάλο, κινδύνευσε να ανατραπεί. Πάνω στο μεγάλο κίνδυνο, ο Βαρβάκης έταξε να αφιερώσει αργυρό πλοίο στον προστάτη των Ψαρών, τον άγιο Νικόλαο, αν τον βοηθήσει και σώσει το σκάφος. Και μεν το σκάφος σώθηκε αμέσως, το δε αφιέρωμα στον άγιο Νικόλα στάλθηκε αργότερα». Μετά που πήγε στη Ρωσία, ο Βαρβάκης, «εκτέλεσε την υπόσχεση του και κατασκεύασε ένα αργυρό καράβι με όλο τον εξοπλισμό και 26 κανόνια και το αφιέρωσε στον Άγιο Νικόλαο. Το τάμα σωζόταν, μέχρι την καταστροφή των Ψαρών του 1824, κρεμασμένο μπροστά στην εικόνα του αγίου Νικολάου μαζί με άλλα αφιερώματα Ψαριανών» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 164, 167). Τέλη Ιουλίου του 1774 έφτασαν τα νέα, ότι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας υπογράφηκε η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Η Τουρκία δεσμευόταν να χορηγήσει αμνηστία στους κατοίκους του Αιγαίου για τη συμμετοχή τους στα Ορλωφικά και να τους απαλλάξει για δύο χρόνια από οποιαδήποτε φορολογία. Οι Έλληνες είχαν δικαίωμα να υψώνουν στα πλοία τους τη ρωσική σημαία και να περνούν ελεύθερα τα Στενά. Η Ρωσία αναγνωριζόταν ως προστάτιδα όλων των χριστιανών υπηκόων της Υψηλής Πύλης. Ο Βαρβάκης φόρτωσε σιτάρι από τη Θεσσαλία και πήγε στο Λιβόρνο. Εκεί, οι Έλληνες του Λιβόρνο που είχαν ακούσει πολλά για τον Βαρβάκη, τον συμβούλευσαν να πάει σε λιμάνια του βόρειου Εύξεινου Πόντου και να εγκατασταθεί εκεί.
Μετά την αποχώρηση των Ρώσων, ο καπουδάν πασάς Χασάν Τζεζάερλη επισκέφθηκε τα νησιά του Αιγαίου· τήρησε τους όρους της συνθήκης και δεν προέβη σε αντίποινα. Ο Βαρβάκης όμως έμαθε ότι πολλοί Τούρκοι πιέζουν να επικηρυχθεί προσωπικά ο ίδιος και αποφάσισε να φύγει για τη Ρωσία. Πριν φύγει πήγε στη Μύκονο και δανείστηκε 600 πιάστρα. Στα Κρατικά Αρχεία της Περιοχής Αστραχάν σώζεται η εξής απόδειξη στα ρωσικά: «Ο υπογεγραμμένος καπετάνιος Ιωάννης Ανδρέου Βαρβάκης δηλώνω ότι έλαβα δανεικά από τον Στέφανο Λαυρεντίου Σκοπελίτη, πιάστρα τουρκικά εξακόσια (600) και υπόσχομαι να του τα επιστρέψω με ευχαριστίες στην Κωνσταντινούπολη, με προθεσμία είκοσι ημερών, με τόκο πέντε πιάστρα για κάθε εκατοντάδα (5%). Χωρίς καμία αντίρρηση και επιφύλαξη, κάτι για το οποίο ιδιοχείρως και με την παρουσία αξιοπίστων μαρτύρων υπογράφω, πως έλαβα τα χρήματα. Ιωάννης Βαρβάκης, υπογράφω πως έλαβα τα χρήματα Νικόλαος Ντάσντης, υπογράφοντας επιβεβαιώνω Δημήτρης Μακαρίου, υπογράφοντας επιβεβαιώνω Γρηγόριος Αρτακηνός, καντσιλιέρης (συμβολαιογράφος) επιβεβαιώνω. Το έγραφο αυτό συντάχτηκε στο νησί Μύκονος την 25η Ιουλίου 1775» (Γκοσουντάρστβενη Άρσιβ Αστραχάνσκοϊ Όμπλαστ [Κρατικά Αρχεία περιοχής Αστραχάν], Φ κεφ. 1, έγγραφο 17, Δ τμ. 125, φ. 1). Ο Βαρβάκης αφού πήρε το δάνειο, γύρισε στα Ψαρά, πλήρωσε όσα χρωστούσε στους ναύτες του, άφησε τα υπόλοιπα στην οικογένεια του και έφυγε για τη Ρωσία. Πήγε με το καράβι του στην Κωνσταντινούπολη και μαζί με τον δανειστή του, τον Σκοπελίτη πήγαν στην Ρωσική πρεσβεία. Εκεί συνάντησε Ρώσους αξιωματικούς που τον γνώριζαν από τα Ορλωφικά και τον προέτρεψαν να πάει στην Αγία Πετρούπολη (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 165). Ο Ρώσος πρέσβης Νικολάι Βασίλεβιτς Ρέπνιν ανέλαβε να πληρώσει το χρέος του Βαρβάκη αλλά στο αίτημα του να του δοθεί η ρωσική υπηκοότητα του απάντησε ότι δεν ήταν δικιά του αρμοδιότητα, αυτό μπορούσε να γίνει μόνο μέσα στη ρωσική επικράτεια. Ο Σκοπελίτης έφυγε και Βαρβάκης κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Όταν πλησίασε είδε ασυνήθιστη κίνηση, υποπτεύθηκε ότι θα τον συλλάβουν και επέστρεψε στην ρωσική πρεσβεία. Ο ρώσος πρέσβης, πρίγκιπας Νικολάι Βασίλεβιτς Ρέπνιν, τον φυγάδευσε, επιβιβάζοντάς τον σε ρωσικό εμπορικό πλοίο για τα παράλια της Ρωσίας στον Εύξεινο Πόντο και εφοδιάζοντας τον με τα απαραίτητα έγγραφα για να μην θεωρηθεί κατάσκοπος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Βαρβάκης, συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη και φυλακίστηκε από τους Τούρκους, αλλά, ο Ρέπνιν φρόντισε να οργανωθεί με δωροδοκία η απελευθέρωση του Βαρβάκη από τη φυλακή του Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο) (http://blacksea.ehw.gr). Ο Ρώσος πλοίαρχος τον αποβίβασε στο Χατζήμπεη, ένα μικρό τουρκικό παραθαλάσσιο οχυρό το οποίο εκείνη την εποχή είχε περάσει στα χέρια των Ρώσων. Από το 1792, με τη συνθήκη του Ιασίου μεταξύ Οθωμανικής και Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η περιοχή μεταξύ των ποταμών Δνείστερου (ο οποίος σήμερα είναι το φυσικό σύνορο μεταξύ Μολδαβίας και Ουκρανίας) και Βουγκ (ο οποίος εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο λίγο δυτικότερα από τις εκβολές του Δνείπερου), όπου βρισκόταν και το Χατζήμπεη, παραδόθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Στις 27 Μαΐου 1794 η Αικατερίνη Β’ υπέγραψε διάταγμα για την ίδρυση πόλης στο λιμάνι Χατζήμπεη. Ο επίσημος αγιασμός και η έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης, πάνω σε σχέδια του συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού Franz Devolanom, έγινε στις 22 Αυγούστου 1794. Το όνομα Οδησσός για πρώτη φορά αναφέρεται στις 10 Ιανουαρίου 1795 (http://ru.wikipedia.org). Στο Χατζήμπεη, ο Βαρβάκης, βρήκε μερικούς Έλληνες και φιλοξενήθηκε στο καφενείο του Σίμου Ασπορίδη. Τον Σεπτέμβριο του 1775 ξεκίνησε με μαούνα (εμπορικό ποταμόπλοιο) ανέβηκε τον Δνείπερο και έφτασε στο Κίεβο. Από το Κίεβο μέχρι την Αγία Πετρούπολη (1.300 χιλιόμετρα σε ευθεία) συνέχισε με τα πόδια! Στα δικά μας αστικά αυτιά του 21ου αιώνα, του καναπέ και του αιρ-κοντίσιον, το εγχείρημα αυτό ακούγεται ως εξωφρενική τρέλα, αλλά στη τσαρική Ρωσία υπήρχε ειδική τάξη ανθρώπων που το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους το περνούσαν μετακινούμενοι συνεχώς πεζοί, οι λεγόμενοι Προσκυνητές. Κλασικό παράδειγμα η ζωή του ανθρώπου που περιγράφεται στο βιβλίο «Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή» το οποίο εκδόθηκε στη Ρωσία το 1853. Γράφει ο άγνωστος συγγραφέας: «Με τη χάρη του Θεού είμαι ένας χριστιανός. Τα υπάρχοντα μου είναι, ένας τορβάς (σακούλι) στην πλάτη με λίγα παξιμάδια μέσα, και μια Αγία Γραφή στη τσέπη του σακακιού μου. Κάποτε άκουσα δυο λέξεις του αποστόλου Παύλου αδιαλείπτως προσεύχεστε. Απόρησα πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί αυτό; Αναζητώντας απάντηση άρχισα τις περιπλανήσεις. Θα περπάτησα το λιγότερο μέχρις ότου έφτασα σε μια μεγάλη πόλη. Το πρωί αναχώρησα. Έκανα άλλες πέντε μέρες πορεία. Έφτασα σε ένα μοναστήρι που δεχόταν προσκυνητές και τους πρόσφερε τροφή και ανάπαυση. Ήδη είχε περάσει ένας χρόνος από τη μέρα της αναχώρησης μου. Έψαχνα να βρω πνευματικό καθοδηγητή να με διδάξει πως να γευθώ τον άγνωστο καρπό, που θα με κάνει να γνωρίσω τον τρόπο, να προσεύχομαι αδιάλειπτα». «Τέλος καλοκαιριού άρχισα πάλι την περιπλάνηση μου. Με τα λίγα χρήματα που είχα αγόρασα την "Φιλοκαλία" και μερικά παξιμάδια. Μερικές φορές βαδίζω 50-55 χιλιόμετρα τη μέρα. Όταν το κρύο με περονιάζει αρχίζω την προσευχή του Χριστού (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε με) και μια γλυκιά θερμότητα απλώνεται σε όλο το κορμί μου. Όταν η πείνα αρχίζει να με κυριεύει, το όνομα του Ιησού με κάνει να την λησμονώ εντελώς. Επισκέφθηκα για κάμποσο καιρό διάφορες περιοχές. Σκέφθηκα να πάω στη Σιβηρία για να προσκυνήσω τον τάφο του αγίου Ιννοκέντιου, στο Ιρκούτσκ [περίπου 5.000 χλμ. απόσταση, σε ευθεία, από τη Μόσχα]» (Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητή, μτφρ. Παντελεήμονος Καρανικόλα μητρ. Κορίνθου, εκδ. Παπαδημητρίου σσ. 8-10 και 26-28). Στον βιβλίο που έχει γράψει ο γέροντας Σωφρόνιος για τον άγιο Σιλουανό αναφέρει ο άγιος: «Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί ρώσοι χωρικοί, φιλοξενούσε ευχαρίστως οδοιπόρους» (Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2011, σ. 13). Οι διερχόμενοι οδοιπόροι ήταν ζωντανά πρακτορεία ειδήσεων την εποχή εκείνη. Ο Βαρβάκης έφτασε στην Πετρούπολη τον Ιανουάριο του 1776 ταλαιπωρημένος και εξαθλιωμένος. Διηγείται ο ίδιος: «Όταν έφτασα στην Πρωτεύουσα, η πρώτη μου φροντίδα ήταν να δανειστώ ρούχα και παπούτσια, για να μη με περάσουν για ζητιάνο. Δυστυχώς η Αυλή κατοικούσε τότε στο Τσάρσκοϊ Σέλο [Τσαρικό Χωριό - 40 χλμ. μακριά από την Πετρούπολη], αναγκάστηκα λοιπόν να πάω πεζός και επειδή τα παπούτσια ήταν δανεικά, συχνά περπατούσα ξυπόλυτος για να μη τα φθείρω και αναγκαστώ να τα πληρώσω. Τρεις φορές έκανα αυτή τη διαδρομή, τρεις φορές έκανα αναφορά, αλλά δεν πήρα καμιά απάντηση. Κάποια μέρα, από την αγανάκτηση μου, μιλούσε σε ένα καφενείο με πίκρα, αναθεματίζοντας τα πάντα και την ώρα που γεννήθηκα. Από αυτούς που βρίσκονταν στο καφενείο κάποιος ήξερε ελληνικά και με πλησίασε, κάθονταν δύο μαζί και ο άλλος τον πρόσταξε να με πλησιάσει, και με παρακίνησε να διηγηθώ την ιστορία μου. Μετά που τα διηγήθηκα όλα με λεπτομέρειες με παρηγόρησε και με προέτρεψε να παρουσιαστώ και αύριο στην Αυλή διαβεβαιώνοντας με ότι δεν θα με διώξουν. Και πράγματι, την άλλη μέρα, μόλις ανέφερα το όνομα μου, ο υπασπιστής με έβαλε μέσα. Σε λίγο με διέταξαν να παρουσιαστώ στην Αυτοκράτειρα. Μπαίνω και βλέπω το άνθρωπο προς τον οποίο μιλούσα στο καφενείο, με λαμπρή στολή γεμάτη παράσημα, να συνοδεύει την Αυτοκράτειρα. Δείλιασα, αλλά, με διέταξε να μιλήσω ελεύθερα. Τα διηγήθηκα όλα χωρίς να κρύψω και την έκρηξη μου στο καφενείο. Με παρηγόρησαν και με ξεπροβόδησαν με υποσχέσεις. Την άλλη μέρα έλαβε 1.000 ρωσικά φλουριά [10.000 ρούβλια] και ένα έγγραφο με το οποίο μου επέτρεπαν να ψαρεύω στην Κασπία χωρίς να χρειάζεται να πληρώνω φόρο. Έμαθα ότι ο άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο πανίσχυρος Ποτέμκιν. Επέστρεψα τα δανεικά ρούχα και παπούτσια, αγόρασα άλλα και έφυγα για το Αστραχάν» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 165-166). Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή: Αρχές του 1776 βρέθηκε στην Αγία Πετρούπολη, έχοντας μαζί του ιδιόχειρη συστατική επιστολή από το Ρέπνιν, και επιδίωξε να συναντήσει τον παραλήπτη της, δηλαδή το Νικήτα Ιβάνοβιτς Πάνιν, διπλωμάτη και αδιαμφισβήτητο αρχιτέκτονα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής κατά την εποχή αυτή, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και παιδαγωγός του Παύλου, γιου της Αικατερίνης Β΄. Ο Πάνιν πληροφορήθηκε από την επιστολή του Ρέπνιν για τη διακεκριμένη δράση και μαχητικότητα που είχε επιδείξει ο Βαρβάκης στο Αρχιπέλαγος. Με τη μεσολάβηση του Πάνιν, ο Βαρβάκης ήρθε σε επαφή με τον πανίσχυρο Ποτέμκιν. Του χορηγήθηκε δικαίωμα για δεκαετή αφορολόγητη αλιεία και εμπορία ψαριών στην Κασπία. Αργότερα παρέλαβε και το πολεμικό του δίπλωμα, υπογεγραμμένο από την Αικατερίνη, με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1776. (http://blacksea.ehw.gr). Ο Γκρηγκόρι Ποτέμκιν του πρότεινε να μεταβεί στο Αστραχάν, μια πόλη που προορίζονταν να αναδειχθεί σε κόμβο του κεντροασιατικού εμπορίου και ορμητήριο των ρωσικών εξορμήσεων στα περσικά εδάφη. Ο ίδιος ο Βαρβάκης είχε ακούσει για το Αστραχάν από τον ναύαρχο Σπυριντώφ που είχε αρχίσει την σταδιοδρομία του στην Κασπία Θάλασσα. Στον ρωσικό στρατό είχε δημιουργηθεί ελληνικό τάγμα με έδρα το Κερτς, Γενικαλέ και Ταγκανρόγκ, ονομαζόμενο “Αλβανικό” και τα μέλη του έπαιρναν κάθε χρόνο από το αυτοκρατορικό ταμείο επίδομα 22.000 ρούβλια (Κ.Λ Παλαιολόγος «Ο εν τη Νοτίω Ρωσία Ελληνισμός. Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι καθ’ ημάς» στο φιλολογικό περιοδικό Παρνασσός, σελ. 534-550. Ψηφιοποιημένο αρχείο στην ηλεκτρονική βιβλιοθήκη Ανέμη στο http://anemi.lib.uoc.gr). Στις 13 Σεπτεμβρίου 1774 στις λίστες του Αλβανικού Τάγματος υπήρχαν 1.011 άτομα, 592 στο Κέρτς και Γενικαλέ, 288 στο Ταγκανρόγκ και 130 στο φρούριο του Ζμπούριεβσκι (Ν.Β Μπικόφσκαγια, “Οι Ελληνικές Κοινότητες του Κέρτς και Γενικαλέ – τέλη 18ου-αρχές 20ου”). «Κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774 Έλληνες συνέταξαν το “Αλβανικό Τάγμα”, το οποίο εγκαταστάθηκε στο Ταγκανρόγκ και πολέμησε στο πλευρό της Ρωσίας. ... Για τις “υπηρεσίες, που προσέφεραν οι ‘Αλβανοί’ στους Ρώσους” η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη (Β΄) εξέδωσε εντολή να τους παραχωρηθεί γη για εγκατάσταση, καθώς και να συσταθεί στράτευμα, που θα φέρει την ονομασία “Αλβανικό”, και το οποίο υποχρεούται να υπηρετεί σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με έγγραφο του 1774, στους αποικιστές παραχωρήθηκε “πολιτική ελευθερία, ελευθερία θρησκεύματος, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία, γη, δικαίωμα εμπορίας, δικαίωμα να ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, να διαθέτουν εργοστάσια και δουλοπάροικους”» (Θεοδώρα Γιαννίτση, Ο Ελληνικός κόσμος της περιόδου από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου μέσα από τις ρωσικές πηγές. Αναφορικά με τη μελέτη της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας Lomonosov, Μόσχα 2000 - http://www.hecucenter.ru). Τέλη Αυγούστου του 1776 αναχώρησε ο Βαρβάκης από την Αγία Πετρούπολη· πέρασε από τη Μόσχα, πήγε στο Γιάροσλαβ, στις όχθες του Βόλγα, και από εκεί με ποταμόπλοια κατέβηκε τον Βόλγα· μέσα του Νοέμβρη του 1776 έφτασε στο Αστραχάν. Σύμφωνα με την Ολυμπία Σελέκου: «Το χειμώνα του 1776 ο Βαρβάκης βρέθηκε προσωρινά εγκατεστημένος στο Κερτς (Κριμαία), όπου κατέπλευσε από τα ελληνικά ύδατα το καράβι του “Άγιος Νικόλαος”, το οποίο με την έγκριση της αυτοκράτειρας εξαγοράστηκε από το κράτος έναντι ποσού 5.000 ρουβλιών. Εν συνεχεία έλαβε το εξοπλισμένο με δύο κανόνια πλοίο “Αετός” με πολεμοφόδια, έναν κανονιέρη και ένα ναύτη και αναχώρησε για το Αστραχάν. Αργότερα, το Μάιο του 1779 ναυπηγήθηκε για το Βαρβάκη πολεμικό πλοίο, πιστό αντίγραφο του “Αγίου Νικολάου”, το οποίο κόστισε στο δημόσιο ταμείο 5.920 ρούβλια. Τότε ο Βαρβάκης παρέδωσε τον “Αετό” στο ναυαρχείο του Κερτς και επέστρεψε στο Αστραχάν». (http://blacksea.ehw.gr).
Το Αστραχάν, είναι πόλη της Ρωσίας και βρίσκεται στο Δέλτα του ποταμού Βόλγα, στις εκβολές του στην Κασπία Θάλασσα και πλέον κοντά στα σύνορα με το Καζακστάν (40 χιλιόμετρα από τα σύνορα). Από τον 17ο αιώνα, η πόλη λειτούργησε ως πύλη της Ρωσίας προς την Ανατολή: στην πόλη είχαν εγκατασταθεί έμποροι από την Αρμενία, την Περσία και την Ινδία, καθιερώνοντας την ως μια πολυεθνική πόλη. Η Ρωσία επιδίωκε να στρέψει το εμπόριο των Ανατολικών Ινδιών μέσω Κασπίας στο Βόλγα και εν συνεχεία στην Πετρούπολη και για τον λόγο αυτό κρίνονταν απαραίτητο να βρεθούν έμπειρα πολεμικά και εμποροναυτικά στελέχη. Στο Αστραχάν ο Βαρβάκης αρχικά ασχολήθηκε με την παρασκευή και εμπορία ρακιού. Το σπίτι και τα κτήματα που αγόρασε είχαν αμπελώνες και τους αξιοποίησε. Σύντομα όμως στράφηκε στην αλιεία. Αγόρασε ψαρότοπους κοντά στις εκβολές του Βόλγα στην Κασπία και βελτίωσε τον τρόπο ψαρέματος. Μέχρι τότε σε εκείνα τα μέρη ψάρευαν με καλάθια που ήσαν σκληρά και τραυμάτιζαν τα ψάρια. Εισήγαγε τα δίχτυα, την τράτα το παραγάδι και αντί για τα καλάθια χρησιμοποίησε απόχες με γερά κορδόνια. Η Κασπία βρίσκεται ανατολικά του Καυκάσου, στο νοτιοανατολικό άκρο της Ευρώπης. Έχει μήκος από βορρά προς νότο 1.200 χλμ. Και μέσο πλάτος 320 χλμ. Στη Κασπία εκβάλλουν τρία μεγάλα ποτάμια, ο Βόλγας, ο Ουράλης και ο Τέρεκ. Υπάρχουν πενήντα νησιά. Το βάθος της φτάνει μέχρι τα 1.024 μέτρα. Το κυριότερο είδος ψαριών είναι οι Ακεπενσερίδες (Accipenseridae) που παράγουν το μαύρο χαβιάρι. Είναι γνωστά με διάφορα ονόματα: στουργιόκ, μυρσίνη, μουρούνα, ακιπήσιο, μπελούγκα, σεβρούγια κλπ. Επειδή ο accipenser huso έχει μακρύ και μυτερό ρύγχος, στα ελληνικά λέγεται οξύρρυγχος. Τα περισσότερα είδη ανεβαίνουν τον Βόλγα και τον Ουράλη μια φορά κάθε μερικά χρόνια για να γεννήσουν την άνοιξη ή το καλοκαίρι. Τα μικρά επιστρέφουν πάλι στη Κασπία. Οι Ρώσοι επιχειρηματίες τον ενημέρωσαν ότι συνήθως για εργάτες χρησιμοποιούν δουλοπάροικους. Τους εξασφαλίζουν, κατά την κρίση τους, τροφή, στέγη και ρουχισμό και αυτό είναι όλο. Ο Βαρβάκης όμως δεν ήθελε να έχει σκλάβους. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ελεύθερους μισθωτούς εργάτες. Στο Κυβερνείο του Αστραχάν, τον Νοέμβρη του 1778 αναρτήθηκε μια ανακοίνωση. Ο Ιβάν Βαρβάτσι ζητούσε 100 μισθωτούς εργάτες με ελεύθερη συμφωνία, ανάλογα με την ειδική εργασία που θα προσέφερε ο καθένας. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο αριθμός των ελεύθερων εργατών του θα φτάσει τις 3.000· οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήσαν Τάταροι μουσουλμάνοι. Η δουλοπαροικία καταργήθηκε στην Ρωσία μόλις το 1863· 85 χρόνια νωρίτερα την είχε καταργήσει ο Βαρβάκης! «Σύντομα, ο Βαρβάκης, πλούτισε τόσο που αγόρασε τρία νησιά στην Κασπία. Τότε θυμήθηκε την υπόσχεση του στον άγιο Νικόλαο των Ψαρών και έστειλε το ομοίωμα του καραβιού του» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 167). Τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα ο εμπορικός κόσμος του Αστραχάν βρισκόταν στο απόγειο της ακμής του. Στις τρεις τάξεις των εμπόρων είναι εγγεγραμμένες 427 οικογένειες (1.189 άνδρες και 63 γυναίκες) με κεφάλαια 1.091.791 ρούβλια. Στην πρώτη τάξη των εμπόρων (απαιτούμενο διαθέσιμο κεφάλαιο 20.000 ρούβλια), που αποτελούν το 17% του συνόλου, αριθμούνται 9 οικογένειες (40 άτομα), που συγκροτούν την ομάδα των υπηκόων της Ρωσίας και στην οποία συγκαταλέγεται ο Ιωάννης Βαρβάκης μαζί με μέλη της οικογένειάς του. Το καμπαναριό του μητροπολιτικού ναού που βρισκόταν μέσα στο κάστρο είχε γκρεμιστεί. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας Γκαζέτα γράφονται τα εξής: «Ο κύριος Βαρβάκης, που εδώ και πολύ καιρό μεριμνά για την ευπρέπεια των ιερών ναών, έχτισε πέτρινο καμπαναριό στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Μητρόπολης του Αστραχάν, σύμφωνα με σχέδιο που εκπονήθηκε από το Κράτος, και ξόδεψε 136.700 ρούβλια». Το καινούριο καμπαναριό σύμφωνα με τον δημοσιολόγο Νικολάι Πογκόντιν, τελείωσε το 1808. Το κωδωνοστάσιο ονομάστηκε από το λαό Βαρβατσιγιέβσκαγια Καλακόλνια (Βαρβάκειο Καμπαναριό). Το 1978, στον αύλειο χώρο του Κρεμλίνου [κάστρου] βρέθηκε μαρμάρινη πλάκα, όπου ήταν γραμμένα στα ελληνικά και στα ρωσικά τα εξής: «Ιδρύθηκε αυτό το μητροπολιτικό Κωδωνοστάσιο με πέτρινη κατασκευή, σύμφωνα με τη θέληση και τη χρηματοδότηση του κατοίκου της πόλεως του Αστραχάν, Αυλικού Συμβούλου και Ιππότη Κυρίου Ιβάν Ανδρέγιεβιτς Βαρβάτσιι, ελληνικής καταγωγής από την νήσον Ψαρά, που βρίσκεται στο Αρχιπέλαγος» (Αξιομνημόνευτη ιστορία και πολιτισμός της Ρωσίας, [Παμγιάτνικι Ιστόριι ι Κουλτούρι Ρούσκιι], Περιοχή Αστραχάν, Μόσχα 1990, σσ. 9-10). Στην πλάκα υπάρχει επίσης η χρονολογία των εγκαινίων του καμπαναριού, 12 Αυγούστου 1809, προφανώς για να είναι έτοιμες οι καμπάνες να χτυπήσουν στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου. Το καμπαναριό αυτό είχε ύψος 75 μέτρα.(«Λόγιος Ερμής» 1-8-1819, σ. 652 και Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 174) Επίσης ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στα κατώτερα πολυεθνικά κοινωνικά στρώματα (Αρμένιοι, Τάταροι, Καλμίκοι, Τουρκμένοι, Καζάχοι), τα οποία συνέχιζαν μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα με συνεχή μεταναστευτικά κύματα να εποικίζουν την περιοχή. Μέσω προσωπικών επαφών, επαγγελματικών σχέσεων, κοινωνικών συμβάσεων και πολύπλευρων φιλανθρωπικών παρεμβάσεων ασκούσε σημαντική επιρροή στις πολυπληθείς ομάδες εργατών και χωρικών σχισματικών-παλαιόπιστων Ρώσων που ήταν εγκατεστημένοι στο Αστραχάν και την ευρύτερη περιοχή. (http://blacksea.ehw.gr). Στην περιοχή του Αστραχάν η πλειονότητα των ανθρώπων του λαού ήταν ή μουσουλμάνοι, Τάταροι κυρίως, ή «παλαιόπιστοι». Τους «παλαιόπιστους» οι εκκλησιαστικοί τους ονόμαζαν ρασκόλνικους, δηλαδή σχισματικούς. Το 1654 η Σύνοδος αποφάσισε ότι έπρεπε να διορθωθούν οι μεταφράσεις την σλαβική της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων Κάποιοι αυτό το θεώρησαν εκτροπή σε αίρεση. Το 1667 η Σύνοδος επικύρωσε τις διορθώσεις και αναθεμάτισε όσους δεν τις δέχονταν. Οι σχισματικοί υιοθέτησαν το όνομα «σταροβέρτσι», δηλαδή «παλαιόπιστοι». Ο Βαρβάκης φερόταν το ίδιο καλά και στους αλλόθρησκους και στους πολιτικά διωκόμενους σχισματικούς. «Είναι παρατηρημένο ότι τα πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων που ευεργετούν είναι η ευσέβεια και η ένθερμη προσήλωση στα ιδεώδη της θρησκείας. Οι ιδιότητες αυτές φανερώνονται κατ’ εξοχήν σε όλα τα έργα του Βαρβάκη. ... και δεν μιλάμε για τις μικρές ευεργεσίες που ακατάπαυστα σκόρπιζε στις καλύβες των φτωχών ανθρώπων, στις φυλακές, στις φρουρές, που είναι τόσο πολλές που ούτε ο ίδιος δεν τις γνωρίζει», γράφει ο δημοσιολόγος Νικολάι Πογκόντιν (Λόγιος Ερμής, τ. Θ’, 1819, σ. 653-654). Ο Βαρβάκης βλέποντας ότι οι πιστοί μουσουλμάνοι εργάτες του δεν είχαν τζαμί, μια και όσα υπήρχαν είχαν κατεδαφιστεί, ζήτησε άδεια από το Κυβερνείο και έφτιαξε ένα ξύλινο τζαμί κοντά στο μεγαλύτερο εργοστάσιο του στο Σαλιάσκ, όπου οι πιο πολλοί εργάτες ήταν Τάταροι μωαμεθανοί. Βρήκε ανάμεσα τους και κάποιον που ήταν ιμάμης και τον τοποθέτησε στο τζαμί. Το 1801 δολοφονήθηκε ο Παύλος Α’ και τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος Α’. Στη στέψη και ενθρόνιση του Αλέξανδρου κλήθηκαν δύο ευγενείς από το Αστραχάν, ο ένας ήταν ο Βαρβάκης που πρόσφερε στον νέο Τσάρο την εικόνα του αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκυ, μέσα σε χρυσοποίκιλτο πλαίσιο. Ο Αλέξανδρος τους πρόσφερε από ένα πανάκριβο δαχτυλίδι με διαμάντι. Στην Πινακοθήκη της επισκοπής Αστραχάν βρισκόταν το πορτρέτο του Βαρβάκη, όρθιου με τη στολή του αυλικού συμβούλου και αυτό το δαχτυλίδι στο αριστερό του χέρι (Αλεξάντερ Μαρκώφ, Το πορτρέτο του ήρωα του Τσεσμέ, εφημ. Αστραχάνσκιε Ισβέστιγια – Τα νέα του Αστραχάν, αρ. 33, 19/8/1993). Η παρουσία του Ιωάννη Βαρβάκη στο δημόσιο κοινωνικό βίο το Αστραχάν ήταν δραστήρια, ισχυρή, πολυδιάστατη και βρήκε εκτεταμένη αποδοχή και αναγνώριση από τους συγχρόνους του. Στις κοινωνικές του συναναστροφές υπήρξε χαρισματικός, με πανθομολογούμενη απήχηση στον αστικό και αγροτικό περίγυρο. Τον διέκρινε εξαιρετική ικανότητα διείσδυσης και προσαρμοστικότητας στα ετερογενή περιβάλλοντα της σύνθετης εθνολογικά πληθυσμιακής διαστρωμάτωσης της πόλης, που περιλάμβανε εκπροσώπους από το περιβάλλον των εμπόρων, των επαγγελματιών, των τεχνιτών, των εργατών, των κρατικών υπαλλήλων, των δημόσιων λειτουργών, των στρατιωτικών και των ευγενών. Στον ευρύτερο κύκλο των γνωριμιών του συγκαταλέγονται σημαίνοντες στρατιωτικοί, πολιτικοί, διοικητικοί αξιωματούχοι, εκκλησιαστικοί ιεράρχες διάφορων δογμάτων, οικονομικοί παράγοντες, επιστήμονες και λόγιοι. Φιλία τον συνέδεσε με τους λόγιους αρχιεπισκόπους Αστραχανίου Νικηφόρο Θεοτόκη, Πλάτωνα Λιουμπάρσκι, Αναστάσιο Μπρατανόφσκι, τον κυβερνήτη και γόνο παλαιού αριστοκρατικού γένους της Πετρούπολης Μιχαήλ Ζούμποφ, τον Ιταλό υπήκοο Αυστρίας Αλέξανδρο Ντίγκμπι, αρχιτέκτονα του σχεδίου της πόλης και πολλών δημόσιων και ιδιωτικών οικοδομημάτων, και το βαθύπλουτο και φιλάνθρωπο αλλά και σταθερό συνεταίρο του σε αρκετές επιχειρήσεις μεγαλέμπορο Πέτρο Σαπόζνικοφ, κάτοχο εντυπωσιακής αυτοδίδακτης μόρφωσης, φιλότεχνο με εξαιρετική συλλογή έργων ζωγραφικής, ανάμεσα στα οποία συγκαταλεγόταν και η πασίγνωστη σήμερα Μαντόνα Μπενουά του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ο Ιωάννης Βαρβάκης υπήρξε στενότατος φίλος του Δημητρίου Αγάθη, απόφοιτου των πανεπιστημίων Πίζας και Πάδοβας και μέλους των φερώνυμων Ακαδημιών, ο οποίος υπηρετούσε ως διευθυντής του Γενικού Δημόσιου Σχολείου. Ο Αγάθης διέθετε ουμανιστική παιδεία, οξυμμένη κοινωνική προβληματική και χρημάτισε διακεκριμένο μέλος του κλειστού προοδευτικού πνευματικού κύκλου «Φίλοι της ανθρωπότητας», στον οποίο συμμετείχαν κρατικοί, στρατιωτικοί αξιωματούχοι και έμποροι επηρεασμένοι από τα κηρύγματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Επίσης συνδέθηκε με τον διευθυντή των ταχυδρομείων του κυβερνείου και δραστήριο μαρτινιστή Φεντόρ Κλιούτσαρεφ, τον αυλικό σύμβουλο, οπαδό του Νόβικοβ, που είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία στο Αρχιπέλαγος, Ιβάν Ροβίνσκι και τον επόπτη δημόσιας εκπαίδευσης του κυβερνείου, βιβλιόφιλο και βολταιριστή Ιβάν Τουλίνσκι. (http://blacksea.ehw.gr) Το 1722 ο Μέγας Πέτρος (1672-1725) πρότεινε να γίνει αποστράγγιση των βάλτων με τη βοήθεια διώρυγας μεταξύ του Βόλγα και του Κουτούμ. Το 1744 ο άρχισε η κατασκευή της διώρυγας στο Αστραχάν ώστε να γίνει αποστράγγιση των εκεί βάλτων. Για τις βαριές εργασίες χρησιμοποιήθηκαν κατάδικοι σε καταναγκαστικά έργα. Πολλοί πέθαιναν στο κάτεργο. Το 1767 σταμάτησε η κατασκευή της. Το 1785 ήρθε διάταγμα της Αικατερίνης Β’ (1729-1796) αυτή τη φορά για την κατασκευή της διώρυγας. Ο εργολάβος όμως που το ανέλαβε εξ αιτίας κάποιας απάτης διέκοψε τις εργασίες. Το 1809 με διάταγμα του Αλέξανδρου Α’ χορηγήθηκαν 124.000 ρούβλια για την αποπεράτωση του έργου αλλά τα χρήματα δεν έρχονταν. Τότε ο Βαρβάκης ανέλαβε το έργο με δικά του έξοδα. Αρχικά κατέθεσε στη Τράπεζα του Αστραχάν 200.000 ρούβλια αλλά τελικά για το έργο ξόδεψε 600.000 ρούβλια και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1817, ενώ ο Βαρβάκης, ήδη είχε μετακομίσει στο Ταγκανρόγκ από το 1813. Δένδρα φυτεύτηκαν στις δύο όχθες του καναλιού και μπήκαν παγκάκια. Το μήκος του καναλιού είναι πάνω από 3 χιλιόμετρα (3,5 βέρτσια) και το πλάτος του 42 μέτρα. Ο Βαρβάκης στα εγκαίνια το ονόμασε «Αστραχάνσκιι Κανάλ» (Κανάλι του Αστραχάν), σύντομα όμως καθιερώθηκε η ονομασία «Βαρβατσίγιεβσκιι Κανάλ» (ВАРВАЦИЕВСКИЙ КАНАЛ - Κανάλι του Βαρβάκη). Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, το 1920 το σοβιετικό καθεστός το μετονόμασαν σε Канал им. 1 мая (Κανάλι της Πρωτομαγιάς), γιατί εκεί το 1907 έγινε μεγάλη διαδήλωση κατά της κυβέρνησης αλλά από το 2009 επανήλθε και πάλι η ονομασία του ως «Κανάλι του Βαρβάκη» (http://spp.lfond.spb.ru) «κι έτσι θριάμβευσε η δικαιοσύνη! Ακόμη νωρίτερα, το 2000, στο ανάχωμα του Βόλγα Creek δημιουργήθηκε ένα μνημείο προς τιμή του μεγάλου ευεργέτη του Αστραχάν» (https://www.miloserdie.ru). Μέχρι στιγμής (2016) δεν έχουν ενημερωθεί οι χάρτες του google και το αναμφέρουν ακόμη ως Κανάλι της Πρωτομαγιάς. Ο Νικολάι Γερμακόφ, εφευρέτης και λογοτέχνης, όταν είδε το κανάλι, έγραψε: «Το κανάλι αυτό είναι ένα από τα πιο υπέροχα μνημεία της γενναιότητας ενός πολίτη, του Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσιι». Και ο Ουκρανός ποιητής και ζωγράφος Ταράς Σεβτσένκο, που επιστρέφοντας το 1857 από την εξορία στη Σιβηρία έμεινε λίγες μέρες στο Αστραχάν, έγραψε: «Βγήκα στην προκυμαία της διώρυγας. Είναι μια αγγλική προκυμαία, τόσο από αισθητική όσο κι από φυσική άποψη. Η διώρυγα αυτή ως έργο ενός ιδιώτη είναι γιγαντιαίο, κεφαλαιώδες. Έμαθα ότι υλοποιήθηκε με τις δαπάνες ενός πλούσιου Έλληνα, του Βαρβάτσιι. Τιμή και δόξα σ’ αυτόν τον μακαρίτη πλέον Έλληνα» («Το μακρινό παρελθόν. Μνημείο πολιτικής ανδρείας», εφημ. Αστραχάνσκιι Ισβέστιγια - Τα Νέα του Αστραχάν, αρ. 25, 3η στήλη 23/6/1994). Τέλος, τα Χρονικά του Κυβερνείου του Αστραχάν αναφέρουν τα παρακάτω: «Ο στόχος του Μ. Πέτρου εκπληρώθηκε απόλυτα. Τα μονίμως βαλτώδη μέρη της πόλης έχουν αποστραγγιστεί με αυτή τη διώρυγα, η οποία, εκτός από αυτό, εφοδιάζει τους κατοίκους με καθαρό νερό και διευκολύνει τον εφοδιασμό με ζωτικές προμήθειες στο κέντρο της πόλης. Αυτό που δεν κατόρθωσαν τρεις τσάροι, ο Μέγας Πέτρος, η Αικατερίνη Β’ και ο Αλέξανδρος Α’, το κατόρθωσε ένας μόνο άνθρωπος, και αυτός όχι Ρώσος» (Αλεξάντερ Μαρκώφ, Ο Πέτρος ο Μέγας στο Αστραχάν, εκδ. Forsatz, Αστραχάν 1994, σ. 82). Μέσα από την τοπική εφημερίδα του Αστραχάν το 1838 πληροφορούμαστε ότι: «Στις δύο πλευρές της διώρυγας υπάρχει προκυμαία. Κατά το μήκος της όχθης έχουν φυτευτεί φλαμουριές τις οποίες έφεραν ειδικά από το Σαράτοβ. Σημαντικά πρόσωπα κάνουν βόλτες στις όχθες με στις άμαξές τους. Το χειμώνα διοργανώνονται διαγωνισμοί με έλκηθρα. Το καλοκαίρι οι κάτοικοι των γύρω περιοχών, πουλάνε διάφορα από τις βάρκες τους. Υπάρχουν πολλά ωραία μέρη για ψάρεμα, για ξεκούραση και για μπάνιο» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία - και Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 171-174). Ο Λόγιος Ερμής και ο Γούδας αναφέρουν μόνο τα 200.000 ρούβλια που ήταν το ποσό της αρχικής κατάθεσης («Λόγιος Ερμής» 1-8-1819, σ. 652 - και Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 175). «Μεγάλη εντύπωση προκαλεί ο σεβασμός και η αγάπη που αισθάνονται, ύστερα από διακόσια χρόνια, οι κάτοικοι του Αστραχάν και του Ταγκανρόγκ για τον «Έλληνα από το νησί Ψαρά», τοv Βαρβάκη. Η μνήμη του, του «Ήρωα του Τσεσμέ», όπως θέλουν να τον αποκαλούν, είναι ολοζώντανη. Απλοί άνθρωποι μιλούν γι' αυτόν, για το κανάλι και το νοσοκομείο που έφτιαξε γι' αuτούς. Κι αναρωτήθηκα: πώς συνέβη να διατηρηθούν, ιδίως στο Αστραχάν, όλ' αυτά που προέρχονται από τον Έλληνα Ψαριανό Βαρβάκη; Πώς δεν κατεδαφίστηκαν ή δεν αλλοιώθηκαν, όπως συνέβη σε άλλα μνημεία πολλών Ρωσικών πόλεων. Η απορία μου ικανοποιήθηκε από την απάντηση της Διευθύντριας του Ιστορικού Μουσείου του Αστραχάν, κας Καζοκόβα. Κατά την Οκτωβριανή προλεταριακή Επανάσταση του 1917, κομισάριος της περιοχής υπήρξε ο Σ. Κίροφ. Αυτός δεν επέτρεψε να καταστραφεί μνημείο της πόλης του Αστραχάν, εκκλησιαστικό, κοινωνικό κτλ. που δημιουργήθηκε από τον Βαρβάκη. «Μα γκρεμίζουμε ότι δημιουργήθηκε από τους πλούσιους» έλεγαν πολλοί εκπρόσωποι του Κόμματος. Κι ο Κίροφ απάντησε: «O Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι δεν ήταν Πλούσιος, το Αστραχάν ήταν εκείνος, ήταν ο Σοσιαλιστής, με τις πράξεις του, πριν από τους σοσιαλιστές». Έτσι δεν επετράπη να πειραχθεί τίποτε» (http://greekworldhistory.blogspot.gr).
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή ο Ιωάννης Βαρβάκης το 1785 κατάφερε να επικοινωνήσει με τα Ψαρά και έμαθε ότι η γυναίκα του η Μαρού είχε πεθάνει από αρρώστια και ότι η κόρη του είχε αρραβωνιαστεί τον Ψαριανό Νικόλαο Γεωργίου Κομνηνό. Ο Βαρβάκης κάλεσε το ζευγάρι στη Ρωσία. Τέλη Σεπτεμβρίου, αρχές Οκτωβρίου του 1787 έφτασαν στο Αστραχάν. Δίπλα στο σπίτι του αγόρασε ένα μεγάλο κτήμα κι έχτισε καινούργια κατοικία για την οικογένεια της κόρης του. Η κόρη του Μαρία απέκτησε οκτώ παιδιά, τρία κορίτσια, και πέντε αγόρια, την Μαρία (Μαρού), τον Γιάννη, τον Γεώργιο, τον Ανδρέα και τον Μάρκο, τον Κοσμά, την Δεσποινού και την Αγγελική. Στις 27 Οκτωβρίου του 1788 ο Βαρβάκης ξαναπαντρεύτηκε. Ο πρωτοπρεσβύτερος του Αστραχάν Νικολάι Σκοπίνι γράφει στο ημερολόγιο του μητροπολιτικού ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου: «Η ημέρα αυτή τιμήθηκε με το γάμο του κολέτσκιι ασέσορ Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσιι, βαθύπλουτου και πρώτου στο Αστραχάν στις εξαγωγές χαβιαριού». Το όνομα της δεύτερης γυναίκας του δεν αναφέρεται πουθενά. Με αυτή έκανε ένα γιο, τον Στεπάν, και δύο κόρες, την Άννα και την Αλεξάνδρα (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 146). Ο Στεπάν σπούδασε στη Ναυτική Σχολή του Αστραχάν και το 1815, 23 χρονών, ήταν υποπλοίαρχος στο ρωσικό στόλο της Κασπίας. Έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Περσών και παρασημοφορήθηκε. Οι κόρες του παντρεύτηκαν και αργότερα πέθαναν και οι δύο από ελονοσία. Από το 1789 ο Βαρβάκης έλαβε τη ρωσική υπηκοότητα, γι’ αυτόν και την οικογένεια του. Το 1795 πέθανε η γυναίκα του από ελονοσία. Τα παιδιά ήταν μικρά, είχε εφτά χρόνια παντρεμένος, και προσέλαβε γυναίκα για να τα φροντίζει. Το 1798 έκανε μαζί της τον τρίτο του γάμο. Και αυτής το όνομα δεν αναφέρεται πουθενά. Από τον τρίτο του γάμο δεν απέκτησε παιδιά. Γύρω στο 1815, όταν πλέον ζούσε στο Ταγκανρόγκ, έφερε στη Ρωσία και τη μητέρα του, που ήταν ήδη τουλάχιστον 85 χρονών. Μετά μερικά χρόνια, όταν πλέον τα μάτια της γερόντισσας δεν της επέτρεπαν να εργάζεται, έλαβε το μοναχικό σχήμα, πήγε για προσκύνημα δύο φορές στη Κωνσταντινούπολη και τελικά επέλεξε να μονάσει στο μοναστήρι της Παναγίας της Πλακιδιώτισσας στην Καλημασιά της Χίου. Πέθανε το 1822, 93 χρονών, αφού προηγουμένως ψαριανοί την είχαν μεταφέρει στα Ψαρά (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 167).
Η λέξη χαβιάρι προέρχεται από την τουρκική havyar και συναντάτε στην αγγλική βιβλιογραφία για πρώτη φορά το 1591 (http://homecooking.about.com). Η τουρκική λέξη havyar προέρχεται από την περσική khāvyār που προέρχεται από την επίσης περσική khāyah που σημαίνει «αυγό», «όρχις» (http://www.wordnik.com). Μέχρι το 1991 η Σοβιετική Ένωση και το Ιράν επέβαλλαν αυστηρό έλεγχο στην αλιεία της μπελούγκα. Όμως μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και τη δημιουργία διαφόρων κρατών στις όχθες της Κασπίας κυριαρχεί η μαφία και υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Την εποχή όμως του Βαρβάκη τα ψάρια στο Αστραχάν ήταν άφθονα. Ο Βαρβάκης ασχολήθηκε με την παρασκευή διαφόρων ταριχευτών ειδών (καπνιστών, παστών κ.λ.π.), τα οποία ήταν δυνατόν να μεταφερθούν σε ολόκληρη τη χώρα και το εξωτερικό. Η μεγαλύτερη του όμως επιτυχία ήταν η ανακάλυψη τρόπου διατήρησης του χαβιαριού. Ο Ιβάν Ανδρέγιεβιτς, όπως έλεγε ο ίδιος αργότερα, δεν είχε ιδέα τι ήταν το χαβιάρι. Κάποια μέρα, καθώς έκανε τον συνηθισμένο του περίπατο στην όχθη του Βόλγα, είδε ένα μουζίκο, άνθρωπο του λαού, να κάθεται στην ακροποταμιά και να τρώει με βουλιμία μια παράδοξη στη μορφή (το χρώμα της ήταν μαύρο) και άγνωστη σ’ αυτόν τροφή. Τον πλησίασε και τον ρώτησε τι έτρωγε. Εκείνος απάντησε: ‘ίκρα’ (έτσι λέγεται το χαβιάρι στα ρωσικά) και του έδωσε να δοκιμάσει. Ο Βαρβάκης με επιφύλαξη έφαγε και το βρήκε νοστιμότατο έδεσμα. Ρώτησε και έμαθε, ότι ο Βόλγας και οι παραπόταμοι του, καθώς και οι γύρω λίμνες, ήταν γεμάτοι από διάφορα είδη Μπελούγκα, που οι ωοθήκες τους ήταν γεμάτες με αυτή την εξαίρετη θρεπτική τροφή. Όμως, παρασκευαζόταν σε πολύ μικρές ποσότητες, ιδιωτικά, επειδή δεν ήταν εύκολο να συντηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έπρεπε να φαγωθεί φρέσκο. Γι’ αυτό και δεν το εμπορευόταν κανένας. «Το βέβαιο είναι ότι πριν από τον Βαρβάκη το χαβιάρι δεν ήταν εμπορεύσιμο παρά μόνο σε μικρές ποσότητες και σε κοντινά μέρη» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 167). Έμαθε ότι στην Περσία ήξεραν να παρασκευάζουν ίκρα. Βρήκε Πέρσες και τους ρώτησε. Έμαθε ότι στη Περσία για να το διατηρούν το καλοκαίρι έσκαβαν σπηλιές στα βουνά. Η ιδανική θερμοκρασία για να διατηρηθεί είναι 0 με 7 βαθμούς Κελσίου. Έμαθε επίσης ότι στην Περσία, για τη συντήρηση του χαβιαριού χρησιμοποιούσαν, εκτός από θαλασσινό αλάτι και βόρακα, λευκό κρυσταλλικό άλας βορίου. Το όνομα του βορίου (boron) προέρχεται από την Περσική λέξη burah που είναι το όνομα του ορυκτού βόρακας. Για τη συσκευασία του χαβιαριού χρησιμοποίησε μικρά βαρέλια από ξύλο φλαμουριάς. Όλη η διαδικασία για την ανακάλυψη τρόπου διατήρησης του χαβιαριού κράτησε πολύ χρόνο. Όταν ήταν έτοιμος να μεταφέρει και να εμπορευτεί το χαβιάρι έστειλε αίτηση άδειας εκμετάλλευσης του χαβιαριού της Κασπίας στην αυτοκράτειρα και πρόσθεσε ότι θα προμήθευε ισόβια το παλάτι και την Αυλή της. Πρόσθεσε ακόμη ότι το δέκατο των κερδών θα δίδεται ως φόρος στις Οικονομικές Υπηρεσίες του Κυβερνείου του Αστραχάν. Αρχές του 1785 φτάνει στο Κυβερνείο του Αστραχάν διάταγμα της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β’ με το οποίο εκχωρείται η αποκλειστική εκμετάλλευση παραγωγής και εμπορίου του χαβιαριού στον Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι (Γκοσουντάρστβενη Άρσιβ Αστραχάνσκοϊ Όμπλαστ [Κρατικά Αρχεία περιοχής Αστραχάν], Φ. 1, οπ. 1, Δ 153, Λ φ. 1). Ο κυβερνήτης του Αστραχάν διοργάνωσε επίσημη δεξίωση προς τιμή του Βαρβάκη. Σύμφωνα με τα Χρονικά του Αστραχάν, εκφωνήθηκαν πολλοί λόγοι. Ο κυβερνήτης αποκάλεσε τον Βαρβάκη «Καλό Άγγελο του Αστραχάν». Τελευταίος μίλησε ο Ψαριανός: «Ο θησαυρός του ίκρα ανήκει στο Αστραχάν και τους ανθρώπους του, που εργάστηκαν γι’ αυτό. Δέχομαι την τιμή, που μου κάνει η Μεγαλειότητα της η αυτοκρατόρισσα, να εκπροσωπώ την αποκλειστική εκμετάλλευση του τοπικού αυτού προϊόντος, αλλά όχι το μονοπώλιο στην εμπορία του. Εγώ κάποτε θα φύγω, γι’ αυτό προτείνω να ιδρυθεί ‘μπράτια’, δηλαδή συνεταιριστική επιχείρηση, στην οποία θ’ ανήκει η αποκλειστικότητα της εκμετάλλευσης. Όλοι θα συμμετέχετε με ποσοστά, ανάλογα με την παραγωγή και την ποιότητα του χαβιαριού. Προσωπικά, δέχομαι να συμμετέχω στο συμβούλιο του συνεταιρισμού» (Χρονικά του Κυβερνείου του Αστραχάν, 1459, αρ. 41). Οι πιο σημαντικοί άνθρωποι του Αστραχάν έμειναν άναυδοι. Ενωμένοι προχώρησαν στην ίδρυση της πρώτης συναιτεριστικής επιχείρησης στο Αστραχάν (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 135). Σχετικά με την παραγωγή του χαβιαριού στις επιχειρήσεις του Βαρβάκη, ο Αλεξάντερ Μαρκώφ αναφέρει: «Το χαβιάρι συλλεγόταν σε πολύ μεγάλες ποσότητες σ' ένα πεντακάθαρο μέρος. Το λίπος και το εξωτερικό μέρος δεν χρησιμοποιούνταν, ενώ το χαβιάρι τοποθετούνταν σε ξύλινο δοχείο, όπου το πάστωναν με το αλάτι καλύτερης ποιότητας και το ανακάτευαν με φαρδιά, ξύλινα πιρούνια. Ύστερα κάποιος με εμπειρία στο αλάτισμα το δοκίμαζε. Όσο λιγότερο αλμυρό είναι το χαβιάρι, τόσο καλύτερης ποιότητας είναι. Έβαζαν το χαβιάρι σε βαρέλια από φλαμουριά, διαφόρων μεγεθών. Το μεγαλύτερο χωρούσε περίπου 5 πούτια, [δηλαδή 82 κιλά. 1 πούτι (pood) = 16,3807 κιλά (kg)]. Το χαβιάρι που έστελναν στο Ταγκανρόγκ, στην Ελλάδα, στη Βιέννη και στη Μαδρίτη, το αλάτιζαν περισσότερο. Το χαβιάρι του οξύρρυγχου θεωρούνταν το καλύτερο. Το μαύρο χαβιάρι μπορούσε να διατηρηθεί πάρα πολύ καιρό. Περνούσε από ειδική επεξεργασία, ανακατευόταν με ειδικό κουτάλι, ενώ ο ειδικός τεχνήτης έπαιρνε το χαβιάρι και το συμπίεζε στην παλάμη του. Το χαβιάρι ήταν έτοιμο όταν δεν έβγαζε πια γάλα και είχε γίνει σκληρό. Γέμιζαν με χαβιάρι τους ψάθινους σάκους με χωρητικότητα 3 πουτιών [49 κιλά]. Συμπίεζαν τους σάκους με το πιεστήριο και τους έβαζαν στα βαρέλια» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). Επίσης σε μια άλλη περιγραφή από τα αρχεία του Ιδρύματος Κομνηνού-Βαρβάκη γίνεται αναφορά στον τρόπο αλίευσης του οξύρρυγχου αλλά και για την επιχειρηματική πρακτική του Βαρβάκη: «Για την συλλογή του χαβιαριού ψάρευαν πολλά ψάρια από το είδος οξυρρύγχου. Ψάρευαν με σταθερά ή κινούμενα δίχτυα, με το αγκίστρι ή με τις τράτες. Κάπως έτσι περιγράφεται η μέρα 24 Απριλίου του 1798 στις επιχειρήσεις του Βαρβάκη: Αυτή τη μέρα πιάστηκαν 273 οξύρρυγχοι με βάρος 30 έως και 50 πουτιών [491 έως 819 κιλά] ο καθένας. Ο υπεύθυνος ενημέρωσε τον Βαρβάκη για το συμβάν, μιλώντας γι' αυτό όπως θα μιλούσε για ένα συνηθισμένο γεγονός, άρα τέτοιου είδους ψαρέματα δεν ξάφνιαζαν κανένα». Υπήρχαν περιπτώσεις που στη διάρκεια τριών ημερών ψάρευαν μέχρι και 10.000 ψάρια» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Βαρβάκης δημιούργησε τεράστια περιουσία και κατέστη ο πιο πλούσιος άνθρωπος στην περιοχή του. Διηύθυνε επιχειρηματικές υποθέσεις όπως ενοικίαση αμπελώνων, εμπορία κρασιού και απόσταξη οινοπνευματωδών, την κεραμοποιία, την εκμετάλλευση αλυκών και το εμπόριο αλατιού, την πλοιοκτησία και τις θαλάσσιες-ποτάμιες μεταφορές ως πλοιοκτήτης 10 μεταφορικών πλοίων. Στο ζενίθ της επιχειρηματικής του δραστηριότητας ήταν οι αλιευτικές επιχειρήσεις σε ιδιόκτητους ή παραχωρημένους ή μισθωμένους ψαρότοπους, η παραγωγή, συντήρηση, τυποποίηση, εμπορία του χαβιαριού και ταριχευτών ειδών. Η επιτυχημένη οργάνωση δικτύων εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου στην Ρωσία, Τουρκία, Περσία και τα παράλια της Μεσογείου του απέφερε τεράστια κέρδη. Το 2006 ένα κιλό μαύρο χαβιάρι πουλιόταν για 25.000 λίρες Αγγλίας, δηλαδή 29.289 ευρώ! Ο Κρητικός λογοτέχνης και δημοσιογράφος Ιωάννης Δαμβέργης έγραψε στο περιοδικό Εβδομάς: «Η υπόθεση του χαβιαριού είναι καθαρά ελληνική εφεύρεση. Ο Βαρβάκης ανέλαβε να εισάγει στον κόσμο την ευωδιαστή μαυρομάτα, τη νύφη της Τεσσαρακοστής. Τελειοποίησε τεχνικά τα αυγοτάραχα και ζήτησε το προνόμιο της πώλησης, το οποίο και του δόθηκε από την Ρωσική κυβέρνηση. Δεν προσθέτω τίποτε άλλο. Το ότι ο Βαρβάκης πλούτισε είναι γνωστό από τις μεγάλες του ευεργεσίες προς το Έθνος. Ότι το χαβιάρι κατέχει την πρώτη θέση ... ρωτήστε την όρεξη σας. Αλλά αυτό συμβαίνει με τους ευεργέτες των εθνών, η άγνοια και η αχαριστία αντιπολιτεύεται την μνήμη τους. Ο Βαρβάκης λησμονήθηκε και μόνο σε πανηγυρικούς λόγους Φιλολογικών Συλλόγων μνημονεύεται το όνομα του. ... Για να τον θυμόμαστε ας ονομάσουμε το χαβιάρι ‘βαρβάκειο έδεσμα’» (Ιωάννου Μ. Δαμβέργη, Το χαβιάριον, περ. Εβδομάς, τεύχ. 50, έτος β’, 10/2/1885, σ. 69).
Αρχιεπίσκοπος Σλαβονίου και Χερσώνος, με έδρα την Πολτάβα της Ουκρανίας, ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρης. Στο Ιάσιο όπου διεύθυνε το γυμνάσιο από το 1774 βρισκόταν ο Κερκυραίος Νικηφόρος Θεοτόκης. Ο Βούλγαρις το 1776 κάλεσε τον Θεοτόκη στη Ρωσία. Ο Βούλγαρις ήθελε να παραιτηθεί και σκέφτηκε ως διάδοχο του τον σοφό φίλο του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Θεοτόκης έμαθε ρωσικά και όταν ήταν έτοιμος ο Βούλγαρις έπεισε την αυτοκράτειρα ότι ο μόνος άξιος να τον διαδεχθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν ο Θεοτόκης. Μετά τη συγκατάθεση της Αικατερίνης ο Ευγένιος παραιτήθηκε. Η χειροτονία του Θεοτόκη ως αρχιεπισκόπου Σλαβονίου και Χερσώνος έγινε στις 6 Αυγούστου 1779. Σύντομα η Αικατερίνη ικανοποιημένη από τη δράση του Θεοτόκη, για να τον τιμήσει του πρόσφερε λευκό αρχιερατικό επανωκαλύμμαυχο, με σταυρό από πολύτιμους λίθους, αντί για το συνηθισμένο μαύρο (Λαυρέντιος Βροκίνης, Βιογραφικά σχεδάρια των εν τοις γράμμασιν ... διαλαμψάντων Κερκυραίων, τεύχ. Β’, Κέρκυρα 1884, σ. 112). Το 1786 πέθανε ο μητροπολίτης της περιοχής Αστραχάν. Ο Ποτέμκιν πέτυχε να αναβαθμιστεί η Μητρόπολη του Αστραχάν σε Αρχιεπισκοπή και να μετατεθεί εκεί ο Θεοτόκης. Το 1787 ο Θεοτόκης αναχώρησε για τη νέα του θέση στο Αστραχάν. Στις αρχές Μαΐου 1787 έφτασε στο Αστραχάν ο Θεοτόκης συνοδευόμενος από τον ίδιο τον Ποτέμκιν. Η υποδοχή έγινε με μεγάλη λαμπρότητα. Στο εσωτερικό του ναού, ο Θεοτόκης ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο και δίπλα του, στο θρόνο του κυβερνήτη ανέβηκε ο Ποτέμκιν που έκανε νόημα στον Βαρβάκη να σταθεί δίπλα του. Ο Θεοτόκης μίλησε στο λαό στα ρωσικά. Ο Θεοτόκης πήγε στο Αστραχάν με τη φήμη μεγάλου δασκάλου και παιδαγωγού. Οι «παλαιόπιστοι» του Αστραχάν είχαν εμπιστοσύνη στον Βαρβάκη και του έδειχναν ιδιαίτερο σεβασμό και ευγνωμοσύνη. Όπως έλεγαν, ήταν «ο Έλληνας από το νησί Ψαρά». Ο αρχιεπίσκοπος λοιπόν που ήταν επίσης Έλληνας και φίλος του ευεργέτη τους έγινε δεκτός με θετικά αισθήματα. Συχνά ο Θεοτόκης τους συναντούσε στους χώρους δουλειάς. Απαντούσε σε ερωτήσεις και εξηγούσε τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Τελικά την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1789 περίπου 5.000 «παλαιόπιστοι» ανταποκρινόμενοι θετικά στα κηρύγματα του Θεοτόκη επέστρεψαν στους κόλπους της Ρωσικής Εκκλησίας. (Ελένη Κούκου, Νικηφόρος Θεοτόκης 1731-1800, Εκκλησιαστικές εκδόσεις, Αθήναι 1973, σ. 80) Εκτός από την επιστροφή των «παλαιόπιστων» πολύ πιο εντυπωσιακή είναι η μεταστροφή 4.000 Τατάρων Μουσουλμάνων στον Χριστιανισμό! (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 155) Η μεγαλοψυχία και διορατικότητα του Βαρβάκη να φροντίσει να ικανοποιήσει το θρησκευτικό τους συναίσθημα, να τους φτιάξει τζαμί, να σεβαστεί την πατρογονική τους θρησκεία και να τους έχει ελεύθερους μισθωτούς στις επιχειρήσεις του, έγιναν η βασική αιτία να ασπαστούν τον Χριστιανισμό. Το 1790 επισκέφθηκε το Αστραχάν ο Γκρηγκόρι Ποτέμκιν. Σε επίσημο γεύμα που παρατέθηκε προσκλήθηκε και ο Θεοτόκης. Έτυχε όμως να είναι ημέρα νηστείας οπότε είχαν ετοιμάσει για τον αρχιεπίσκοπο νηστίσιμο φαγητό. Όταν όμως, σύμφωνα με το έθιμο, ο Ποτέμκιν κάλεσε τον Θεοτόκη να ευλογήσει την τράπεζα που ήταν γεμάτη με διάφορα είδη κρεάτων, αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν μπορεί να επιδοκιμάσει τέτοια παράβαση των κανόνων της Εκκλησίας και επειδή είδε ότι ο Ποτέμκιν οργίστηκε, χαιρέτισε και έφυγε από την αίθουσα. (Αλέξανδρου Σ. Στούρτζα, «Αναμνήσεις και Εικόνες, Ευγένιος Βούλγαρις και Νικηφόρος Θεοτόκης», μτφρ. Κωνσταντίνου Γ. Σούτσου, Εν Αθήναις 1858, σ. 24). Ο Θεοτόκης παρέμεινε αρχιεπίσκοπος Αστραχάν μέχρι το 1792, οπότε παραιτήθηκε για λόγους υγείας, πήγε στη Μόσχα και έζησε στο μοναστήρι του Αγίου Δανιήλ στα περίχωρα της πόλης. Το 1796 πέθανε η Αικατερίνη Β’ και την διαδέχθηκε ο γιος της Παύλος Α’. Ο νέος αυτοκράτορας όρισε την τελετή της ενθρόνισης και της στέψης του να τελέσει ο Νικόδημος Θεοτόκης και κανένας άλλος! (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 163)
Ο Ιωάννης Βαρβάκης, κυρίως τα πρώτα χρόνια (1776-1782) της διαμονής του στο Αστραχάν, δεν περιορίστηκε μόνο στη οργάνωση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, το κερδοφόρο εμπόριο στην Περσία και τα υποτελή σε αυτήν χανάτα. Μέσα από την έντονη επιχειρηματική του δραστηριότητα οικοδομούσε σχέσεις εμπιστοσύνης με διάφορους Πέρσες τοπάρχες. Έπλεε στην Κασπία, ήταν γνώστης των νότιων περσικών ακτών της και τα εξοπλισμένα με κανόνια εμπορικά του πλοία έμπαιναν στα περισσότερα περσικά λιμάνια. Ανέλαβε λοιπόν και διεκπεραίωσε αποστολές που σχετίζονταν με τη μυστική διπλωματία και την εμπορική, στρατιωτική και πολιτική κατασκοπεία. (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). 1. Πέτυχε το 1778 την εξαγορά «του Ρώσου αιχμαλώτου Μακάρ Ρομανόφ, γιου του Λάπτεβ, από την επαρχία της Βιάτσκα», ο οποίος ήταν ένας από τους «οφθαλμούς» του στην περσική χώρα. 2. Τον Απρίλιο του 1779 από το λιμάνι του Αστραχάν απέπλευσε για την Περσία ένα εμπορικό πλοίο, κυβερνήτης του οποίου ορίστηκε ο «Έλληνας απόστρατος καπετάνιος Βαρβάκης. Μεταφέρει εργατικό προσωπικό, φορτίο προς διενέργεια εμπορίου, 6 πούτια (1 πούτι = 16,8 χιλιόγραμμα) πυρίτιδα για πυροβόλα όπλα» και την ετήσια χρηματαποστολή για το ρωσικό προξενείο στο Ρεστ της Περσίας. 3. Στο τέλος του 1779 εξαιτίας αιματηρών ταραχών που ξέσπασαν στο Ρεστ και την ολοσχερή πυρπόληση του ρωσικού προξενείου, ανατέθηκε στο Βαρβάκη η επιχείρηση απεγκλωβισμού του Ρώσου προξένου Ιβάν Βανσλόβ μαζί με όλο το διπλωματικό προσωπικό και η διάσωση των αρχείων. Ο Βαρβάκης κατόρθωσε να μεταφέρει ανθρώπους και προξενικό αρχείο με το ίδιο καράβι στο Αστραχάν. 4. Όταν το Νοέμβρη του 1780 διορίστηκε ο νέος πρόξενος της Ρωσίας στην Περσία Ιβάν Βασίλεβιτς Τουμάνοφσκι, δεξί του χέρι τοποθετήθηκε «αόρατα» ο Ιωάννης Βαρβάκης. Εφοδιασμένος με ρωσικό διαβατήριο, ο «εμποροκαραβοκύρης» Βαρβάκης μαζί με τον «εργάτη του και ταριχευτή ιχθύων» ανθυπολοχαγό-πηδαλιούχο Βασίλι Σιζόφ κατάφερε κάτω από τη μύτη των Περσών να εκτελέσει το επίπονο έργο της ακριβούς και επιστημονικής βυθομέτρησης των ακτών. Επίσης, επωμίστηκε την ανιχνευτική διερεύνηση των περσικών ακτών για τον εντοπισμό υπήνεμου σημείου, ασφαλούς, απροσπέλαστου από επιδρομές ορεσίβιων ή θαλάσσιων ληστών, ώστε βάσει των τεκμηριωμένων υποδείξεών του να δυνηθεί το Κολέγιο Εμπορίου στην Πετρούπολη να επιλέξει τον προσφορότερο τόπο για την οικιστική εγκατάσταση της ρωσικής διπλωματικής αρχής μαζί με τον ελλιμενισμό φρουρούμενων εμπορικών πλοίων. Απώτερος σκοπός ήταν η διενέργεια ασφαλούς εμπορίου υπό την προστασία νηοπομπής. Ο Βαρβάκης πρότεινε ως καταλληλότερο το Αστραμπάντ (σημερινό Γκοργκάν). Ο Βαρβάκης, καθώς από το 1776 γνώριζε για το απόρρητο σχέδιο του Ποτέμκιν που απέβλεπε στη δημιουργία φρουρούμενου εμπορικού σταθμού Ευρωπαίων εμπόρων σε υποτελή ή αποικιακή χώρα και «χωρίς τυμπανοκρουσίες» συνεργαζόταν στενότατα με τους Σουβόροφ και Τουμάνοφσκι. Οργάνωνε και συντόνιζε δίκτυα πληροφόρησης κυρίως μεταξύ Αρμένιων, Ινδών και Τατάρων εμπόρων που εμπορεύονταν στα περσικά εδάφη. Εξουσιοδοτημένος από το Σουβόροφ προέβη σε εμπιστευτικές συνομιλίες με τον Γκανταέτ Χαν, βολιδοσκοπώντας τις διαθέσεις του και το ενδεχόμενο καταφυγής του στη Ρωσία, ώστε την κατάλληλη στιγμή να επανακάμψει και με την ισχύ των όπλων και της ρωσικής πολιτικής να «εγκατασταθεί» στην κεντρική εξουσία της Περσίας. Ο Σουβόροφ προσποριζόταν τις εγκυρότερες πληροφορίες από το Βαρβάκη, γεγονός που δεν παραλείπει να υποσημειώνει στις αναφορές του προς τον εμπνευστή της ανατολικής πολιτικής και κοινό τους προϊστάμενο Ποτέμκιν. Όταν όμως ο Βαρβάκης, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Περσία, χωρίς να ενημερώσει τον Σουβόροβ, αναχώρησε εσπευσμένα στην Πετρούπολη (1780), όπου τον κάλεσε ο Ποτέμκιν, ο στρατηλάτης αισθάνθηκε παραγκωνισμένος. Τούτο διατύπωσε ευθέως σε επιστολή του προς τον Π.Ι. Τουρτσάνινοβ, που εκτελούσε χρέη γραμματέως του Ποτέμκιν, αποκαλώντας μάλιστα τον Ιωάννη Βαρβάκη με ανάμεικτο τόνο πικρίας και ειρωνείας «πρώτο υπουργό» [Суворов, А.В., Кореспонденция (Москва 1987), σελ. 81]. Η έλευση του Βαρβάκη στην Πετρούπολη (1780) είχε αποκλειστικό αντικείμενο την ενεργοποίηση της τελικής φάσης του σχεδίου της μυστικής ναυτικής αποστολής που αφορούσε την κάθοδο στολίσκου στην Κασπία. Ο Βαρβάκης συναντήθηκε με τον Ποτέμκιν, τον κόμη Ιβάν Γκριγκόρεβιτς Τσερνισόβ, που διηύθυνε το Κολέγιο του Ναυαρχείου και τον αντιπλοίαρχο Μάρκο Ιβάνοβιτς Βοϊνόβιτς, ο οποίος ορίστηκε διοικητής του στολίσκου της Κασπίας. Ο Μαυροβούνιος και πρώην υπήκοος της Βενετίας κόμης Βοϊνόβιτς ήταν παλαιός γνώριμος του Βαρβάκη από τα χρόνια του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου. Ο δε αδελφός του Ιβάν Βοϊνόβιτς συμμετείχε μαζί με το Βαρβάκη στη ναυμαχία του Τσεσμέ. Την 11η Ιουνίου 1781 στο Αστραχάν κατήλθε ο στολίσκος υπό το Μάρκο Βοϊνόβιτς και μαζί επέστρεψε ο Βαρβάκης, που ήδη έχει οριστεί επίσημος διερμηνέας της αποστολής, καθώς γνώριζε τουρκικά και περσικά. Στη δύναμη του στολίσκου συνενώθηκαν ενισχυτικά και τα δέκα ημιπολεμικά-εμπορικά πλοία του Βαρβάκη, τα οποία είχαν ναυπηγηθεί με πόρους του δημόσιου ταμείου και εκτός των πολεμοφοδίων μετέφεραν και μεγάλα φορτία σιδήρου για τη διενέργεια εμπορίου με τους Πέρσες. Για την έναρξη της ναυτικής επιχείρησης ο Ποτέμκιν επέβαλε πλήρη μυστικότητα και τις τελικές λεπτομέρειες γνώριζαν μόνο ο Βοϊνόβιτς και ο Βαρβάκης. Ούτε καν ο Σουβόροφ –του οποίου ο Ποτέμκιν αναγνώριζε μεν τη στρατιωτική ιδιοφυΐα αλλά αμφισβητούσε τη διπλωματική του ευελιξία– δεν είχε ενημερωθεί. Μάλιστα ο Βαρβάκης συστηματικά τον παραπληροφορούσε και ο στρατηλάτης όχι μόνο δε γνώριζε την ακριβή ημερομηνία εκκίνησης αλλά αντιθέτως θεωρούσε ότι η αποστολή είχε αναβληθεί. Όταν το πρωί της 29ης Ιουνίου 1781 δόθηκε το σύνθημα του απόπλου και ο στολίσκος βγήκε στη θάλασσα με κατεύθυνση το Μπακού, ο Σουβόροφ αισθάνθηκε το λιγότερο έκπληξη και βαθύτατη προσβολή. Ο ρόλος του Βαρβάκη στη μυστική θαλάσσια αποστολή του 1780 υπήρξε κομβικός: Πλοήγησε με ασφάλεια το στολίσκο, οργάνωσε εν πλω ναυτικούς ελιγμούς και ασκήσεις κανονιοβολισμών, καθοδήγησε την επιστημονική ομάδα που ασχολούνταν με την επιτόπια διόρθωση των παλαιών αγγλικών χαρτών, τις βυθομετρήσεις, τις υδρολογικές έρευνες, την παρατήρηση και περιγραφή της χλωρίδας και της πανίδας. Επίσης υπέδειξε τα σημεία στα οποία είχε εντοπίσει πετρελαιοφόρα κοιτάσματα (το περιζήτητο για τους Ρώσους «μαύρο βούτυρο» των Τουρκμένων) και οζοκηρίτη (ορυκτό που μοιάζει με κερί) και, τέλος, οδήγησε τον Βοϊνόβιτς μέχρι τον κόλπο του Αστραμπάντ. Ο Βαρβάκης υποστήριζε, βάσει των προηγούμενων ανιχνευτικών αυτοψιών του, τόσο τη γεωγραφική καταλληλότητα του τόπου όσο και την πολιτική, καθώς είχε εξασφαλίσει από το Αστραμπάντ προκαταρκτική συμφωνία υποβοήθησης των Ρώσων ώστε να εγκαταστήσουν την εμπορική τους βάση. Καθώς ο Βοϊνόβιτς ετοιμαζόταν να αρχίσει επίσημες πια συνομιλίες με το χαν του Αστραμπάντ Αγά Μαχμέντ, προέκυψε ότι αυτός βρισκόταν στο Ισπαχάν σε πολεμική εκστρατεία εναντίον του χαν Αλή Μουράτ. Τότε στάλθηκε ο Ιωάννης Βαρβάκης εφοδιασμένος με επίσημα έγγραφα, προς αναζήτηση του χαν του Αστραμπάντ, τον οποίο και εντόπισε στρατοπεδευμένο κοντά στην πόλη Κασμπίν. Το αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν για τη ρωσική πλευρά ικανοποιητικό, καθώς ο Βαρβάκης το Σεπτέμβρη επέστρεψε στο Αστραμπάντ κομίζοντας στο Βοϊνόβιτς το γραπτό μήνυμα του χαν, στο οποίο διατύπωνε τη θέλησή του για συνομολόγηση συμφώνου φιλίας με τη Ρωσία και την παραχώρηση τμήματος του κόλπου του Αστραμπάντ στην αυτοκράτειρα της Ρωσίας. Ο Μάρκος Βοϊνόβιτς σε αγαστή συνεργασία με το Βαρβάκη προέβη στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών: κοντά στην ακτή οικοδομομήθηκαν στρατώνες, λουτρά, φούρνοι, λοιμοκαθαρτήριο-λαζαρέτο και αποθήκες, τα οποία περιτοιχίστηκαν απο οχυρωματικά αναχώματα και τάφρους, χτίστηκαν πυροβολεία, διαμορφώθηκε αποβάθρα. Με τα έργα αυτά ο τόπος ταχύτατα αναδείχθηκε σε σφίζοντα εμπορικό κόμβο. Ο Βοϊνόβιτς ενημέρωσε το Αστραχάν και την Πετρούπολη για την εκπληκτική πρόοδο των εργασιών και την ευόδωση του σχεδίου ζητώντας να επιτραπεί η ανάρτηση της ρωσικής σημαίας στην εμπορική βάση. Όμως το πολύμοχθο, πολυδάπανο εγχείρημα θα έχει τραγική κατάληξη, διότι ο Αγά Μαχμέντ Χαν υπαναχώρησε από τις υποσχέσεις του και, με εντολή του, ισχυρή στρατιωτική δύναμη επιτέθηκε και αιχμαλώτισε το Βοϊνόβιτς και 50 Ρώσους αξιωματούχους, στρατιώτες και «εμπόρους», διατάζοντας παράλληλα την κατεδάφιση των οικοδομημάτων, τον απόπλου του στολίσκου και την ολική εκκένωση και εγκατάλειψη του τόπου. Τότε ο Βαρβάκης έσωσε την τιμή της Ρωσίας καθώς ανέλαβε να απελευθερώσει το Βοϊνόβιτς και τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. Χρησιμοποιώντας συνδυαστικά διαπροσωπικές σχέσεις, εμπιστευτικές συνομιλίες και πρακτικές δωροδοκίας, το παράτολμο εγχείρημα του Βαρβάκη είχε επιτυχή κατάληξη: Την 1η Ιανουαρίου 1782 επέστρεψε με τους απελευθερωμένους αιχμαλώτους στο Αστραμπάντ, όπου εκείνες τις ημέρες έχει φθάσει από την Πετρούπολη και η άδεια για την ύψωση της σημαίας στη εμπορική βάση η οποία εν τω μεταξύ είχε διαλυθεί. Την 8η Ιουλίου 1782 ο στολίσκος, επέστρεψε και αγκυροβόλησε στο Αστραχάν. Ο Βοϊνόβιτς επέστρεψε στην Πετρούπολη. Παρά το γεγονός της ανεπιτυχούς κατάληξης του σχεδίου του Ποτέμκιν, έτυχε επιβράβευσης από την Αικατερίνη και συνέχισε την ανοδική καριέρα του στο ρωσικό στόλο. Η καίρια σύμπραξη του Ιωάννη Βαρβάκη στη στρατιωτική αποστολή του 1781/1782, στην οποία «χρησιμοποιήθηκε για όλες τις προφορικές συνομιλίες με τους Πέρσες κυριάρχους», αναγνωρίστηκε με εύφημο μνεία και προαγωγή στο στρατιωτικό αξίωμα όγδοης τάξης, με βαθμό «σεκούντ μαγιόρ» (δεύτερος ταγματάρχης). (http://blacksea.ehw.gr). Μέσα από τα έγγραφα τα πόλης του Αστραχάν σκιαγραφείται η συνδρομή του στο πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της πόλης: «H Συμμετοχή του Ιβάν Αντρέγιεβιτς στην αποστολή του Βοϊνόβιτς ήταν πολύ σημαντική, κατάφερε και πάλι να δείξει τον καλό του εαυτό, και ως αποτέλεσμα παίρνει το αξίωμα του ταγματάρχη. Το Δεκέμβριο, 31, του 1782, στην Αγία Πετρούπολη στον κύριο Βαρβάκη χορηγήθηκε ειδικό δίπλωμα που έλεγε για την προαγωγή του σε πόστο του ταγματάρχη. Το δίπλωμα αυτό υπογράφηκε από την ίδια την Αυτοκράτειρα» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). Με την πάροδο 15 χρόνων από την «ατυχή» έκβαση της μυστικής αποστολής, η Αικατερίνη κήρυξε πόλεμο στην Περσία (Ιανουάριος 1796) με πρόσχημα την «προσβολή» που είχε υποστεί ο Βοϊνόβιτς. Πραγματική αιτία του πολέμου ήταν η εισβολή των Περσών στη Γεωργία, την οποία η Ρωσία θεωρούσε προστατευόμενη χώρα. Ο Βαρβάκης στο μεσοδιάστημα αυτό εδραίωσε το εμπόριό του στην Περσία και παρακολουθούσε τις περσικές υποθέσεις. Στη νέα πολιτικοστρατιωτική κατάσταση έγινε ο έμπιστος βοηθός και μυστικοσύμβουλος του Βαλεριάν Ζούμποφ, αρχιστράτηγου των ρωσικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Περσίας, τον οποίο μάλιστα και φιλοξενούσε στην οικία του. Για τις ανάγκες του πολέμου στην Περσία ο Βαρβάκης έκλεισε συμφωνία με το κράτος, στο οποίο εκμίσθωνε 10 εξοπλισμένα φορτηγά πλοία για τη μεταφορά πολεμοφοδίων και τροφοδοσίας προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες επισιτισμού 35.000 στρατιωτών. Από την επιχείρηση αυτή ο Βαρβάκης υπέστη σοβαρή οικονομική ζημία εξαιτίας του θανάτου της Αικατερίνης (1796) και της επακόλουθης απόσυρσης των στρατευμάτων (1797) από το διάδοχο και γιο της Παύλο. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των επακόλουθων ρωσοπερσικών συγκρούσεων (1804-1813) ο Βαρβάκης κατόρθωσε να εξισορροπήσει τις οικονομικές απώλειες, καθώς ανέλαβε, βάσει νέων συμφωνιών με τις κρατικές αρχές, την τροφοδοσία σε πολεμοφόδια και διάφορα είδη επισιτισμού. (http://blacksea.ehw.gr).
Το 1813, ο Ιωάννης Βαρβάκης μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ταγκανρόγκ (Ταϊγάνιο) της Αζοφικής, το οποίο πλέον είναι κοντά στα σύνορα της Ρωσίας με την Ουκρανία (50 χιλιόμετρα από τα σύνορα). Η εγκατάσταση του Βαρβάκη στο Ταγκανρόγκ, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα παρουσίας της ελληνικής διασποράς στη νότια Ρωσία, συνδέθηκε με την μετατόπιση του κέντρου βάρους των οικογενειακών επιχειρήσεων, την κατάσταση της υγείας του και τη μύησή του στις δραστηριότητες της Φιλικής Εταιρείας. Στο Ταγκανρόγκ υπήρχε μόνο μια ξύλινη ρωσική εκκλησία. Στον Λόγιο Ερμή (τ. Θ’, 1819, σ. 653) δημοσιεύθηκε το παρακάτω κείμενο του δημοσιολόγου Νικολάι Πογκόντιν μεταφρασμένο από τα ρωσικά: «Επειδή δεν μπορούσε, ο φιλάνθρωπος αυτός άνδρας (ο Βαρβάκης), χωρίς λύπη, να βλέπει τα πλήθη των ομογενών του Ελλήνων που έρχονταν στο Αστραχάν και δεν γνώριζαν τα ρωσικά, να στερούνται την εκκλησιαστική θεία μυσταγωγία και την πνευματική διδασκαλία, μια και δεν υπήρχε Ελληνική εκκλησία, αποφάσισε να πάρει άδεια από την τοπική ιεραρχία και να χτίσει, το 1813 (δηλαδή αμέσως μόλις έφτασε) ωραιότατη και μεγαλοπρεπή πέτρινη εκκλησία για τους Έλληνες». Μάλιστα προνόησε, για να μην γίνει ο πέτρινος ναός αφορμή να δημιουργηθούν προστριβές μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων, και για να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα να καταλάβουν τον πέτρινο ναό οι Ρώσοι, σκέφτηκε να αφιερωθεί ο ναός στην αδελφότητα του «Παναγίου Τάφου» των Ιεροσολύμων. Με ενέργειες του η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Ρωσίας παραχώρησε το ναό στον «Πανάγιο Τάφο» στις 27 Αυγούστου 1814: «Η Εκκλησία της Αγίας Τριάδος πόλεως Ταγκανρόγκ μεταβλήθηκε σε Γραικικό μοναστήρι, το οποίο ονομάστηκε Ιερουσαλημικό-Αλεξανδρινό, και συναριθμήθηκε με τα μοναστήρια της δεύτερης κλάσης. Αυτό το μοναστήρι αποφασίζουμε να ανήκει πάντοτε στον Άγιο Τάφο. Για τη διοίκησή του και για την τέλεση στης Θείας Λειτουργίας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων θα εκλέγει κάθε πέντε χρόνια έναν Αρχιμανδρίτη και να τον στέλνει με τη συνοδεία του». («Λόγιος Ερμής» 1-8-1819, σ. 653-654 - ). Ως μετόχι της Αδελφότητας του Παναγίου Τάφου, λόγω της μεγάλης ευλάβειας που έτρεφε ο ρωσικός λαός και ο κλήρος προς τον Πανάγιο Τάφο, δεν υπήρχε περίπτωση να αμφισβητηθεί η κυριότητα του ναού. Έτσι εξασφάλισε Έλληνα ιερέα και μια πηγή εσόδων για την Αγιοταφική αδελφότητα στα Ιεροσόλυμα. Σύμφωνα με την διατύπωση της Συνόδου του Πατριαρχείου της Ρωσίας «Η παραχώρηση αυτού του Μοναστηριού στην κυριότητα του Αγίου Τάφου, εκπληρώνοντας την επιθυμία του δωρητή [του Βαρβάκη] είναι μια ακόμη φανέρωση της ενότητας που υπάρχει ανάμεσα στη δικιά μας Εκκλησίας και στη Γραικική Εκκλησία». (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, σ. 176) Ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ επισκέφθηκε το 1818 το Ταγκανρόγκ και θαύμασε τον ναό που ήταν αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα όπως ήταν και η πρώτη εκκλησία που είχε χτίσει στο Ταγκανρόγκ το 1698 ο Μέγας Πέτρος. Ο θεμέλιος λίθος μπήκε το 1813 και ο ναός ολοκληρώθηκε το 1814. Για το ναό, το πέτρινο κτίριο του μοναστηριού, τον εσωτερικό διάκοσμο, τις εικόνες και τις τοιχογραφίες, ο Βαρβάκης ξόδεψε περισσότερα από 600.000 ρούβλια. («Λόγιος Ερμής» 1-8-1819, σ. 654 - ) Ο Βαρβάκης μνημονεύεται από τον Αδαμάντιο Κοραή σε 12 σωζόμενες επιστολές και σε πολλές υποσημειώσεις στα έργα του, ως «ο μέγιστος εγκωμίων άξιος ούτος Έλλην, κύριος Βαρβάκης ο Ψαριανός». Ο Κοραής συγκινημένος από τη δωρεά του Βαρβάκη προς το Γυμνάσιο της Χίου του γράφει το 1819 στο Τανγκαρόγκ: «Τόσην αγαλλίασιν ησθάνθην, τόσα δάκρυα χαράς έχυσα. Βλέπω εις ζωγραφισμένην την καλήν σου ψυχήν εις την διαθεσιν προς του συμπατριώτας μας Χίους. Πλούτον χαρίζει εις πολλούς ο Θεός αλλά εις ολίγους δίδει και την γνώσιν πώς να τον μεταχειρίζονται. Ακριβέ μου φίλε, σε βεβαιώνω χωρίς κολακείαν, την οποίαν δεν εγνώρισα ποτέ, ότι οσάκις λαμβάνω γράμμα σου, η ημέρα εκείνη γίνεται δ' εμέ ημέρα αγαλλιάσεως, αληθινή ημέρα εορτής και τρόπον τινά υπερηφανεύομαι ότι έχω φίλον, τον μεγαλύτερον φίλον της κοινής μας πατρίδος. Ο φίλος και συμπατριώτης σου, Κοραής». Στον Λόγιο Ερμή, με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 1820, υπάρχει η παρακάτω επιστολή ενός Ζακυνθινού με αρχικά ονόματος Δ.Α.Κ. ο οποίος ζει στο Ταγκανρόγκ: «Ζώντας μακριά από την Ελλάδα, ζητώ παρηγοριά σε όσα μου θυμίζουν την ιερή εκείνη γη. ... Μου αναπτερώνει το ηθικό ακόμη η συχνή απόλαυση του γνήσιου Έλληνα, του γενναιότατου Βαρβάκη. Όποτε βλέπω τον ενάρετο αυτό συμπατριώτη μας, μια κρυφή φωνή λέει στη καρδιά μου: Έλπιζε, έχε θάρρος, μην αμφιβάλλεις ότι η αρετή του θα βρει πολλούς μιμητές μεταξύ των φιλότιμων Ελλήνων» (Λόγιος Ερμής, τ. ΙΑ’, 1/2/1820, σσ. 92-93). Ένας ομογενής που ζούσε στο Ταγκανρόγκ χρωστούσε σε άλλον 4.000 ρούβλια. Ο δανειστής ήταν αδιάλλακτος και τον απειλούσε με φυλάκιση. Ο οφειλέτης αφού εξάντλησε κάθε μέσο κατέφυγε στον Βαρβάκη που βρισκόταν στο αγρόκτημα του στη Λακεδαιμονία το οποίο απείχε από τη πόλη 7 ώρες με τα πόδια και για προκαλέσει μεγαλύτερο οίκτο πήγε πεζός. Ο Βαρβάκης τον δέχθηκε με τη συνηθισμένη του πραότητα και φιλανθρωπία αλλά του έδωσε μόνο 50 ρούβλια και τον έστειλε πίσω στη πόλη με την άμαξα του. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί πήγε ο Βαρβάκης στο Ταγκανρόγκ, κάλεσε τον δανειστή και τον οφειλέτη και αφού τους συμφιλίωσε πλήρωσε το δάνειο και είπε στον οφειλέτη ότι ήταν λάθος του που πήγε να τον βρει πεζός για να τον κάνει τάχα να τον λυπηθεί, ήταν αρκετό να πει απλώς την ανάγκη που είχε. «Πάντως» του λέει «αρκετά τιμωρήθηκες, με το να έχεις μια νύκτα επιπλέον αγωνία». (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, σ. 192) Στο Ταγκανρόγκ, μέχρι να τελειώσει το σπίτι που είχε ήδη αρχίσει να χτίζει νοίκιασε μια μεγάλη οικία. Του παραχωρήθηκαν και πεντακόσια εκτάρια γης δεκαπέντε χιλιόμετρα από το λιμάνι σε περιοχή που είχαν κτήματα και άλλοι Έλληνες και την είχαν ονομάσει «Λακεδαιμονία». Το 1816 τελείωσε το καινούριο νεοκλασικό σπίτι του Βαρβάκη, που επιμελήθηκε ο Γεράσιμος Τυπάλδος, όμως τελικά δεν θέλησε να κατοικήσει σ’ αυτό. Το νοίκιασε στο Δημόσιο για έδρα του εκάστοτε Πολιτάρχη, με ετήσιο ενοίκιο 20.000 ρούβλια, και τα ενοίκια τα παραχώρησε στο Μοναστήρι (το Ιεροσολυμίτικο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στο Ταγκανρόγκ). Αργότερα πούλησε αυτό το μεγαλοπρεπές οίκημα στον Δημήτριο Αλφιεράκη και δώρισε και αυτά τα χρήματα στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου. (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 183) Σε επιστολή που στέλνει μέλος της Φιλόμουσης Εταιρείας της Βιέννης προς τον Καποδίστρια διαβάζουμε: «Ένας πλούσιος έμπορος του Ταϊγανροκίου [Ταγκανρόγκ] με πατριωτικά αισθήματα, ονόματι Βαρβάκης, είχε προ πολλού ήδη την επιθυμία να κάνει ευεργεσία στο έθνος και επειδή δεν γνώριζε σε ποιόν να εμπιστευθεί τα χρήματα, σκέφθηκε να προσφέρει στους καλόγερους του Άθωνα 100.000 ρούβλια για να ιδρυθεί σχολή. ...Αυτός ο ευεργέτης θα μπορούσε, αν του στέλνατε κάποια επιστολή, να θελήσει να χρησιμοποιήσει την χρηματική του προσφορά προς όφελος του ιδρύματος μας, αντί να την παραδώσει στα χέρια των καλογήρων» (Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη, Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας, εκδ. Εστία, Αθήνα 1965, σσ. 206-207). Τελικά στις 19 Μαρτίου 1820 ο Βαρβάκης γράφει στον Καποδίστρια: «Τολμώ να προβάλω εις την Υμετέραν Εκλαμπρότητα, ώστε όπου και όπως κρίνη, ότι χρειάζεται χρηματική βοήθεια εις την πατρίδα μας, να προστάζη και θέλει τελειώνεται αμέσως η προσταγή Της, όσον είναι της δυνάμεως μου. Δια να μην ακολουθή δε άργητα εις τας προσταγάς Της κατέβαλα εις τον Βάγκον [στη Τράπεζα - Μπάνκα] 150.000 ρουβλίων, τα οποία είναι έτοιμα, δια να δίδωνται εξ αυτών, όπου διορίση και τούτο θέλω το στοχάζεσθαι ακριβές σημείον της προς εμέ τον ταπεινόν ευμενείας της. Άμποτε δε να αξιώση ο Θεός και εμέ, και τους διαδόχους μου να γινώμεθα άοκνοι εκτελεσταί των φιλανθρωποτάτων προσταγών της» (Αρχεία Ιονίου Γερουσίας, Καποδιστριακόν, Κέρκυρα, φακ. 375, αριθ. 15). Τον ίδιο χρόνο στις 19 Ιουλίου ο Καποδίστριας με επιστολή του ευχαριστεί τον Βαρβάκη για την κατάθεση των 150.000 ρουβλίων στην Τράπεζα και τον ρωτά αν μπορεί να μεταχειριστεί προς το παρόν τον τόκο του ποσού αυτού για τους Έλληνες υποτρόφους της Φιλόμουσης Εταιρείας, που σπουδάζουν στην Ευρώπη. Ο Βαρβάκης απάντησε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1820 δεχόμενος τις προτάσεις του Καποδίστρια και τον παρακάλεσε, πάλι, να τον διατάζει χωρίς επιφύλαξη και με ευχαρίστηση θα εκτελεί τις εντολές του. Δίνει μάλιστα το ελεύθερο στον Καποδίστρια να χρησιμοποιεί τα χρήματα χωρίς να ρωτάει. Τέλος ο Βαρβάκης προσθέτει ότι η επιθυμία του αυτή είναι καταχωρημένη και στη διαθήκη του, ώστε να μην μπορεί κανείς να την ανατρέψει: «...Τούτο προσκυνητέ μοι, του δυστυχούς ρωμαϊκού γένους ευεργέτα, και θερμέ ζηλωτά των καλών, είναι επικυρωμένον και εις την διαθήκην μου, και δεν δύναται να ανατραπεί ...» (Αρχεία Ιονίου Γερουσίας, Καποδιστριακόν, Κέρκυρα, φακ. 375, αριθ. 16). Ο Βαρβάκης γνώριζε πολύ καλά τον Καποδίστρια και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 191-193).
«Εκείνοι που έφτιαξαν τον κανονισμό της Φιλικής Εταιρείας δανείστηκαν, κατά τον Φιλήμονα, πολλούς κανόνες από την Εταιρεία των Μασόνων» (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 206). Οι Φιλικοί διαιρούνταν σε επτά βαθμούς: 1ου Βλάμηδες [αδελφοποιτός, φίλος, σύντροφος στα αρβανίτικα]· 2ου Συστημένοι· 3ου Ιερείς· 4ου Ποιμένες· 5ου Αρχιποιμένες· 6ου Αφιερωμένοι· 7ου Αρχηγοί Αφιερωμένων (Ιωάννου Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, εκδ. Ερμής «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη», εν Αθήναις 1971, σσ. 92-93 – Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 206 υποσ.). Οι ρωσικές πηγές λένε ότι ο Βαρβάκης ήταν μέλος της Φιλικής 3ου βαθμού, δηλαδή «ιερέας», υποστήριζε δηλαδή οικονομικά την Εταιρεία (Μαρκώφ Αλεξάντερ, Ο Έλληνας από το Νησί Ψαρά, Αληθινές ιστορίες της περιοχής Αστραχάν, Αστραχάν 1976, σ. 161). Τα περισσότερα μέλη ήσαν ή Βλάμηδες, όσοι ήσαν αγράμματοι, ή Συστημένοι, όσοι ήσαν εγγράμματοι. Η δημιουργία του 6ου και 7ου βαθμού, των Αφιερωμένων και των Αρχηγών των Αφιερωμένων, οφείλεται στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και απέβλεπε στη δημιουργία στελεχών για τον στρατιωτικό πυρήνα της Εταιρείας. Οι ιερείς ήσαν αυτοί που εργάζονταν για την εξάπλωση της Εταιρείας, οι απόστολοι της. Η μύηση των νέων μελών γινόταν από τους ιερείς (δηλ. από φιλικούς του τρίτου βαθμού), που στην ιεραρχία της Εταιρείας ήταν οι πρώτοι στους οποίους αποκαλύπτονταν οι συγκεκριμένοι σκοποί της. Πάντως «ο Βαρβάκης είναι ο μόνος μέσα στη Φιλική Εταιρεία, αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις του Αγώνα, που αναφέρεται πάντα ως “άρχοντας Ιωάννης Βαρβάκης”» (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 208). Το 1819 ο Φιλικός Αριστείδης Παπάς από τις Σέρρες, ύστερα από δεκάμηνη περιοδεία στη Πελοπόννησο, στα νησιά, στην Ιταλία και αλλού, αναφέρει στην Φιλική Εταιρεία ότι οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι πρόκριτοι δυστροπούν να προσχωρήσουν στο Κίνημα και πρότεινε να ζητήσουν «να κατέβη στο Αιγαίον ο μεγάλος Ψαριανός Βαρβάκης για να πείσει τους δυστροπούντας». Το 1820 ανατέθηκε στον Ξάνθο να ζητήσει από τον Καποδίστρια να μεσολαβήσει για να πείσει τον Βαρβάκη να κατεβεί στο Αιγαίο για να πείσει τους Υδραίους και Σπετσιώτες προκρίτους. Στις 5 Φεβρουαρίου 1820 ο Πατσιμάδης γράφει στον Ξάνθο «Δεν μοι λέγετε, αν αναφέρατε τω Πανκώστα (το συνθηματικό για τον Καποδίστρια) τι περί της του Βαρβάκη υποθέσεως· πράγμα αναγκαιότατον, επειδή τα χαβιάρια του πολλά, και εξ αυτών ου μικρά ωφέλεια, όταν σταλθώσι δια την Γραικίαν. Ο καιρός του μισεμού (δηλαδή του θανάτου του) πλησιάζει, κατά φυσικόν λογαριασμόν. Πρέπει λοιπόν ν’ αποφασισθή και να βαλθή εις ενέργειαν αυτή η σπεκουλατζιόνε χωρίς άργητα» (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 210-211). Από τον τρόπο που συζητάνε για τον Βαρβάκη ο Ξάνθος και ο Πατσιμάδης φαίνεται ότι εκτιμάνε τον Βαρβάκη, αλλά ότι ο Ψαριανός δεν είναι μέλος της Εταιρείας γιατί αν ήταν δεν θα συζητούσαν το ενδεχόμενο παρέμβασης του Καποδίστρια, απλώς θα ανέθεταν στον Βαρβάκη την αποστολή. Από ανέκδοτο χειρόγραφο του Σταμάτη Κουμπάρη μαθαίνουμε: «Τον Φεβρουάριο του 1821, το πρώτο Σάββατο της αγίας μεγάλης Τεσσαρακοστής του Αγίου Θεοδώρου, έλαβα επιστολή από τον Αλ. Υψηλάντη ο οποίος μου έγραφε: ‘Αδελφέ Σταμάτη Κουμπάρη! Είναι καιρός, ήρθε η ώρα που θα αποφασισθεί η τύχη της Πατρίδας μας και των αδελφών μας ... αφήνουμε την γη της Ρωσίας και περνάμε στο Ιάσιο. Εκεί τα έχω προετοιμάσει όλα και την πρώτη Κυριακή της Αγίας Τεσσαρακοστής, που ονομάζεται της Ορθοδοξίας, υψώνω στο Ιάσιο την Σημαία της ελευθερίας της πατρίδας μας ... ειδοποίησε τους εκεί αδελφούς μας να τρέξουν στο στάδιο του αγώνα». Μόλις έλαβα την επιστολή, ήταν Σάββατο και έφευγε ταχυδρομείο για Ταγκανρόγκ, γράφω προς τους εκεί αδελφούς μας: «Φίλοι και αδελφοί Έλληνες πατριώτες! Αύριο στο Ιάσιο υψώνεται η Σημαία της ελευθερίας της Πατρίδας μας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Νέοι τρέξτε, πλούσιοι βοηθήστε, γέροντες παρακινήστε ...». Την υπέγραψα και την έστειλα στον Νικόλαο Πλέσο. Όταν πήρε την επιστολή ο Πλέσος πήγε στο καφενείο που συχνάζαν οι Έλληνες τους την διάβασε και όλοι μαζί πήγαν στον γερό-Βαρβάκη, σπίτι του. Μόλις διάβασε αυτός την επιστολή είπε στον γραμματικό του να στείλει στην εφορία του αγώνα, στον ταμία Ιωάννη Αμβρόσιο 100.000 ρούβλια. Από τις 3 Μαρτίου 1821 μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1822 είχαν μαζευτεί 160.590 αργυρά νομίσματα, από τα οποία 46.150 μένουν στο ταμείο για να διατεθούν για τη νεοσχηματισμένη ελληνική κυβέρνηση. Ο Βαρβάκης επιπλέον οργανώνει με εθελοντές από το Ταγκανρόγκ ένα λόχο στρατιωτών, τους οπλίζει, τους δίνει όλα τα απαραίτητα και αναχωρούν για τη Μολδαβία» (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 210-211). Ένα ενδιαφέρον περιστατικό: Ο αδελφός του Βαρβάκη, ο Γιώργος, παντρεύτηκε στα Ψαρά το 1778 κι έκανε ένα γιο τον Ανδρέα. Στο Αρχείο των Ψαρών συχνά γράφει: ‘Λάβαμε από τον Ανδρέα Βαρβάκη για λογαριασμό του θείου του άρχοντα Ιωάννη Βαρβάκη π.χ. 26.850 γρόσια’. Πολύ πριν την καταστροφή των Ψαρών, σε κάποια περίπτωση που αποφασίστηκε να αναχωρήσει ο στόλος των Ψαριανών, οι ναύτες δήλωσαν ότι χωρίς γρόσια δεν μπαρκάρουν. Χρήματα, όμως, δεν υπήρχαν, εκτός από αυτά που είχε ο Ανδρέας από τον θείο του. Αυτός όμως, όταν η δημογεροντία των Ψαριανών τα ζήτησε, αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν μπορεί να τα δώσει χωρίς εντολή του θείου του. Η Δημογεροντία παραβίασε το σπίτι του Ανδρέα και πήρε όλα τα χρήματα που βρήκε. Ο Ανδρέας έστειλε επιστολή στον θείο του γεμάτη παράπονα γι’ αυτή τη διαγωγή της Δημογεροντίας κι εκείνος του παράγγειλε να πάει να εκφράσει την ευχαρίστηση και την ευγνωμοσύνη του (του Ιωάννη Βαρβάκη) στη Δημογεροντία, η οποία έλαβε πρόνοια, ως έπρεπε, για τη σωτηρία και την απελευθέρωση της πατρίδας (Δημ. Γρ. Σπανού, Ψαριανοί αγωνισταί, Αθήναι 1967, σ. 53· και, Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 181). Την Κυριακή του Πάσχα του 1821, 10 Απριλίου, κρέμασαν τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ και μετά την Τετάρτη το νεκρό του σώμα το πέταξαν στη θάλασσα. Το Σάββατο του Θωμά, 16 Απριλίου, βρήκε και ανέσυρε το λείψανο, από την θάλασσα του Γαλατά, ένα κεφαλλονίτικο καράβι. Στις 11 Μαΐου το λείψανο του Πατριάρχη έφτασε στην Οδησσό. Ο τσάρος Αλέξανδρος και η Σύνοδος της Ρωσίας διέταξαν να του γίνει μεγαλοπρεπής κηδεία «ως κοινού των ορθοδόξων πατρός». Η κηδεία έγινε στην Οδησσό στις 17 Ιουνίου. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων. Εκεί ήταν και ο Βαρβάκης και αμέσως έστειλε, στο Πατριαρχείο οικονομική ενίσχυση 100.000 ρούβλια. (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, σ. 181 και Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 223-224) Ο Βαρβάκης πριν αναχωρήσει από το Ταγκανρόγκ της νότιας Ρωσίας τον Μάιο του 1824 έκανε διαθήκη. Σε εκείνη τη διαθήκη όρισε 700.000 ρούβλια να χρησιμοποιηθούν για να ιδρυθεί Λύκειο στην Ελλάδα, σε όποιο μέρος θελήσει η Κυβέρνηση. Επίσης καθόρισε, από το παραπάνω ποσό, 100.000 ρούβλια να χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμηση του κτιρίου, 40.000 ρούβλια για την αγορά βιβλίων και των αναγκαίων για την εκπαίδευση οργάνων, 10.000 ρούβλια για έπιπλα και τα υπόλοιπα 550.000 ρούβλια να κατατεθούν σε επίσημη Τράπεζα ώστε οι τόκοι να χρησιμοποιούνται για τους μισθούς των δασκάλων του Λυκείου. Στην συνέχεια, επειδή ένα μέρος από τις 700.000 ρούβλια ήταν χρήματα που του χρωστούσαν κάποιοι δανειστές του και δεν ήταν σίγουρος για το τελικό ποσό που θα κατάφερναν να συλλέξουν οι εκτελεστές της διαθήκης του, πρόσθεσε, ότι εάν μεν δεν συλλεχθεί ολόκληρο το παραπάνω ποσό τότε και το «κατάστημα του Λυκείου μέλλει γίνη ανάλογον», και εάν δε το τελικό ποσό είναι μεγαλύτερο των 700.000 τότε «τα περισσεύοντα να μεταχειρισθώσιν εις απολύτρωσιν αιχμαλώτων ελληνικών οικογενειών και εις βοήθειαν πτωχών ελληνικών οικογενειών» («Μητρώον Κληροδοτημάτων Παλαιάς Ελλάδος 1824-1928», Τόμος Πρώτος, Αθήναι, εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη 1929, σελ. 63-64).
Ο Ιωάννης Βαρβάκης, όντας πολιτικά πεπειραμένος και άριστα ενήμερος για τη διεθνή και εσωτερική κατάσταση, αποφάσισε το 1824 να κατεβεί στην επαναστατημένη Ελλάδα αποσκοπώντας να συμβάλει στη διευθέτηση της εσωτερικής διαμάχης που έπαιρνε μορφή εμφύλιου πολέμου. Τέλη Απριλίου 1824, με άμαξα και έφιππη φρουρά αναχώρησε από το Ταγκανρόγκ με προορισμό -μέσω Βιέννης- την επαναστατημένη Ελλάδα. Η απόσταση Ταγκανρόγκ – Βιέννη είναι, με το σύγχρονο οδικό δίκτυο, 2.216 χλμ. και Βιέννης - Τεργέστης 475, όμως ήθελε να περάσει και από τη Γενεύη για να συναντήση τον Ιωάννη Καποδίστρια και να συζητήσει μαζί του την πιθανότητα να κατεβεί ο Καποδίστριας στην Ελλάδα. Για να κατεβεί ο Βαρβάκης στην Ελλάδα από την Βιέννη έπρεπε απλώς να ταξιδέψει μέχρι την Τεργέστη μια απόσταση 475 χλμ. αλλά για να συναντήσει τον Καποδίστρια ταξίδεψε, 80 χρονών με άμαξα, επιπλέον 1573 χλμ. (Βιέννη – Γενεύη, 1023 χλμ., Γενεύη – Λιβόρνο 555 χλμ. και Λιβόρνο - Τεργέστη 470 χλμ., σύνολο 2048 χλμ.)! Περνώντας από την Οδησσό, ο Βαρβάκης, στις συζητήσεις με τους εκεί ομογενείς, έπεσε η ιδέα, να κληθεί στην Ελλάδα ο Καποδίστριας (Γιαν. Κορδάτου, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, Νεότερη Β’, τ. 10, εκδ. 20ος Αιώνας, σ. 494). Αποφάσισε αυτό το ταξίδι, με άμαξα, ενώ ήταν ήδη 80 χρονών και ενώ πριν από έξι χρόνια (10 Σεπτεμβρίου 1818) αναφέρει ότι ήδη ταλαιπωρείται από καθημερινές χρόνιες ασθένειες, και πριν από 4 χρόνια (19 Μαρτίου 1820) ότι «των γηρατειών» του «η οδυνηρά μάστιγα ποδάγρα με την σύντροφο της χειράγρα» τον βασανίζουν!
Έχει προηγηθεί το «απεχθές» ή μάλλον το «ληστρικό» πρώτο δάνειο που πήρε η επαναστατική κυβέρνηση από την Αγγλία στις 9 Φεβρουαρίου 1824 και χρησιμοποιήθηκε για να κερδίσει η παράταξη των αγγλόφιλων (Κουντουριώτη-Μαυροκορδάτου) την εμφύλια διαμάχη. Τέλη Ιουνίου, ενώ βρισκόταν ακόμη στη Βιέννη, έμαθε ότι τα Ψαρά καταστράφηκαν. Αρχές Αυγούστου έφτασε στη Γενεύη, και επισκέπτονται τον Καποδίστρια, που είχε αναλάβει να κάνει την Ελβετία κράτος, ο Βαρβάκης με τον Αλέξανδρο Στούρτζα και κάποιον Ξ. (από το καποδιστριακό αρχείο και από την αλληλογραφία Καποδίστρια και Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας) που ήταν αντιπρόσωπος της ελληνικής επαναστατικής κυβέρνησης. Ζήτησαν από τον Καποδίστρια να κατέβει στην Ελλάδα, αλλά ο Καποδίστριας αρνήθηκε. Όταν μαθεύτηκε ότι πολλοί ήθελαν τον Καποδίστρια για κυβερνήτη της Ελλάδας ο Κοραής άρχισε να γράφει λίβελους ενάντια στον Καποδίστρια. Ο Στούρτζας, που ήξερε πολλά σε βάρος του Κοραή μίλησε γεμάτος απογοήτευση: «Ο Κοραής δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες της πατρίδας και των Ελλήνων· προτίμησε να ικανοποιήσει την νέα πολιτική κατάσταση που εγκαθιδρύθηκε στη Γαλλία» (Αποστ. Α. Δασκαλάκη, Κοραής και Καποδίστριας. Οι κατά του κυβερνήτου λίβελλοι, Αθήναι 1958, σ. 42). Στη Τεργέστη ναύλωσε τέσσερα καράβια – άλλοι λένε έξι – και τα φόρτωσε με ρουχισμό, αναγκαία σκεύη και πολλά τρόφιμα. Στα μέσα Αυγούστου του 1824, φτάνει στη Ζάκυνθο, όπου τον υποδέχεται ο Κωνσταντίνος Δραγώνας, που μαζί με τον Διον. Ρώμα και τον Μ. Στεφάνου είχαν ιδρύσει επιτροπή με σκοπό τον ανεφοδιασμό των αγωνιστών (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 234-235). Στη Ζάκυνθο παρέμεινε δύο μήνες και τον φιλοξένησε ο φίλος του Κωνσταντής Δραγώνας, ο οποίος διεύθυνε το Λοιμοκαθαρτήριο. Ο Δραγώνας του γνώρισε τον Ηπειρώτη ιερέα Άνθιμο Αργυρόπουλο λέγοντας του: «Μπροστά στον πατέρα Άνθιμο, στο ίδιο εκκλησάκι (του Αϊ Γιώργη των Λατίνων – οι κτήτορες είχαν το επώνυμο Λατίνοι), ορκίστηκε κι ο Κολοκοτρώνης, όταν ακόμη έμενε εδώ στη Ζάκυνθο, πριν από την Επανάσταση». Εκεί, στη Ζάκυνθο του ζήτησε ο Δραγώνας του ζήτησε να τον ζωγραφίσει. Γράφει ο Νικόλαος Κατραμής: «Ο Δραγώνας τότε επιθυμεί ... να διαιωνίσει τον αθάνατο αυτόν ευεργέτη της Ελληνικής φυλής, ικετεύει τον φίλο του (τον Βαρβάκη) να δεχθεί και προσκαλεί τον ιερέα Νικόλαο Καντούνη. Μέσω του άξιου αυτού καλλιτέχνη απέκτησε εικόνα του Βαρβάκη η οποία βρίσκεται ακόμη στα χέρια του φιλογενεστάτου αυτού γέροντα Δραγώνα» (Νικολάου Κατραμή, «Η αποβίωσις του Ιωάννου Βαρβάκη», περιοδ. Ν. Πανδώρα, τ. Η’, 1/6/1857, σ. 108). Στη Ζάκυνθο διάβασε από χειρόγραφο που του έδωσε ο Δραγώνας τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» του εικοσιεξάχρονου τότε Σολωμού τον οποίο γνώρισε και προσωπικά. Ο Βασίλης Ασημομύτης θεωρεί ότι: «ο Βαρβάκης ενέπνευσε τον Σολωμό να γράψει το γνωστό σιμωνίδειον επίγραμμα» για τα Ψαρά: «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλλληκάρια και εις την κόμην στεφάνι φορεί, γεναμένο από λίγα χορτάρια που είχαν μείνει στην έρημη γη» (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 241-242). Στην Ζάκυνθο, ο Βαρβάκης, πληροφορήθηκε ότι μεγάλος αριθμός προσφύγων Ψαριανών βρίσκεται στη Μονεμβασιά. Επιβιβάστηκε στο καράβι του φίλου του Ψαριανού Κωνσταντή Τσακάλη και αναχώρησε για τη Μονεμβασιά. Ενώ βρισκόταν ακόμη στη Μονεμβασιά πήρε πρόσκληση από την προσωρινή Κυβέρνηση: «Η πατρίδα στον ιερό αγώνα στον οποίο βρίσκεται έχει μέγιστη ανάγκη την παρουσία σας. Αυτή είναι η ευχή του έθνους, αυτή είναι η επιθυμία της πατρίδας, ζητεί την παρουσία σας και θέλει να σας έχει στους κόλπους της, δι’ εμψύχωσιν και άλλων πολλών, για να προσφέρεται τις οδηγίες και τις συμβουλές σας. Η Διοίκηση σας προσκαλεί όπως είναι χρέος της και σας προτρέπει να υπακούσετε πρόθυμα και να επιταχύνετε την άφιξη σας εδώ». Τον Οκτώβρη του 1824 ο Βαρβάκης έφυγε από τη Μονεμβασιά και πήγε στο Ναύπλιο, όπου βρισκόταν η Κυβέρνηση. «Οι Κουντουριωταίοι, ο Κωλέττης και άλλοι, με καθοδηγητή τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, είχαν σχηματίσει δεύτερη κυβέρνηση, αποκαλούσαν τα μέλη του νόμιμου Εκτελεστικού Σώματος και τον Κολοκοτρώνη αντάρτες και περίμεναν τα χρήματα των αγγλικών δανείων για να επικρατήσουν με αυτά πάνω στους αντιπάλους τους. Η άλλη πλευρά, ο Κολοκοτρώνης, ο Δεληγιάννης και άλλοι προσπαθούσαν να προσεταιριστούν τους Στερεοελλαδίτες και άλλους νησιώτες. Τις κύριες ελπίδες τους τις στήριξαν στον Ανδρούτσο, που τους είχε στείλει γράμμα ότι συμφωνούσε μαζί τους. Στις 11 Νοεμβρίου 1824 ο Κολοκοτρώνης και ο Δεληγιάννης, σε απάντηση της πρώτης κυβερνητικής εκστρατείας εναντίον τους “εκήρυξαν τον πόλεμον καθ’ όλους τους τύπους”» (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 247). Όταν ο Βαρβάκης έφτασε στο Ναύπλιο, η Κυβέρνηση τον δέχτηκε με μεγάλες τιμές. Την 20η Νοεμβρίου στη συνεδρίαση της ολομέλειας του Βουλευτικού, «εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων» παρουσιάστηκε ο Βαρβάκης και αναγνώστηκε το παρακάτω έγγραφό του: «Προς το Σεβαστό Βουλευτικό Σώμα! »Επειδή για να καλλιεργηθούν οι τέχνες και οι επιστήμες στην Ελλάδα, είναι απόλυτη ανάγκη να βρεθούν μόνιμα έσοδα για μισθούς και διατροφή των αναγκαίων δασκάλων για ένα κεντρικό εθνικό σχολείο, γι’ αυτό, θέλοντας να ωφελήσω το έθνος μου προσφέρω 300.000 ρούβλια, τα οποία θα καταθέσω ‘αιωνίως’ στη Βασιλική Τράπεζα της Μόσχας. Ο τόκος τους 5%, 15.000 ρούβλια τα οποία προς το παρόν αντιστοιχούν σε 30.000 γρόσια, να δίδεται κάθε χρόνο μέσω τιμίων επιτρόπων, δύο που θα διορισθούν από εμένα, όσο ζω, στην Ελλάδα ή στην Ζάκυνθο, και άλλων δύο που θα διορισθούν από το Βουλευτικό Σώμα, μόνο για μισθούς και διατροφή των δασκάλων. »Αυτό το αφιέρωμα, που θα παραμείνει αναπόσπαστο από οποιονδήποτε "εις αιώνα τον άπαντα", θα δίδεται (θα αρχίσει να δίδεται από την στιγμή που θα ολοκληρωθεί η κατασκευή του σχολείου, το οποίο θα ορίσει η Σεβαστή Διοίκηση προς το παρόν στο Άργος) κάθε χρόνο, όσο θα ζω εγώ, και όσο θα υπάρχει αυτή μου η κατάθεση στη Τράπεζα. Μετά τον θάνατο μου η Σεβαστή Διοίκηση θα διορίζει επιτρόπους ώστε να φροντίζει μόνο αυτή χωρίς να εμπλέκεται κανένας από τους κληρονόμους μου στις εκλογές των επιτρόπων. »Παρέδωσα αυτό το έγγραφο, για να καταγραφεί στα πρακτικά της Σεβαστής Διοίκησης και να καταχωρηθεί στα Αρχεία του Ελληνικού Έθνους. »Με όλον το σέβας »ο πρόθυμος πατριώτης »Ιωάννης Βαρβάκης. »Εν Ναυπλίω, τη 8 Νοεμβρίου 1824» («Μητρώον Κληροδοτημάτων Παλαιάς Ελλάδος 1824-1928», Τόμος Πρώτος, Αθήναι, εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη 1929, σελ. 62-63). Το έγγραφο αυτό, ο γραμματέας του Βαρβάκη, το είχε συντάξει από τις 8 Νοεμβρίου 1824. Τα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου, στις 14 Ιανουαρίου 1825, δημοσίευσαν αυτό το έγγραφο που κατέθεσε ο Βαρβάκης προλογίζοντάς το ως εξής: «Στην Εφημερίδα της Διοίκησης, ο Φίλος του Νόμου, διαβάζουμε την παρακάτω επιστολή του Φιλογενέστατου Πατριώτη κυρίου Ιωάννη Βαρβάκη ...» (Ελληνικά Χρονικά, Μεσολόγγιον 14 Ιανουαρίου 1825, αρ.τεύχ. 4, Δεύτερον έτος, σελ. 4). Η εμφύλια διαμάχη (1823-1825) που από το φθινόπωρο του 1823 μέχρι το καλοκαίρι του 1824 ήταν κυρίως πολιτική διαμάχη μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων πλέον έμπαινε στη δεύτερη φάση της (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) όπου συμβαίνουν πλέον εμφύλιες συρράξεις μεταξύ κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων. Ο Βαρβάκης συμβούλευσε να καταλαγιάσουν τα πάθη για να συνεχίσουν οι Έλληνες ενωμένοι τον αγώνα ενάντια στους Τούρκους και πρότεινε σε συνεδρίαση του Βουλευτικού στο Ναύπλιο τον Ιωάννη Καποδίστρια ως Εθνάρχη, ως κυβερνήτη της Ελλάδας με κοινή συναίνεση, αλλά όπως γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης «δεν εισακούσθηκε, αγγλιζούσης μάλλον ή ρωσσιζούσης κατά εκείνο τον καιρό της Ελλάδος» (Σπυρ. Τρικούπη, Ιστορία Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 1879, τ. 3ος, σ. 130 - έκδοσις 3η, τόμος 3ος, Εν Αθήναις 1888 εκ του τυπογραφείου της «Ώρας»). Όσοι ανήκαν στο Αγγλικό κόμμα αγωνίζονταν να ανατρέψουν την δυσμενή για τους προστάτες τους κατάσταση μια και η πλειοψηφία του πληθυσμού παραδοσιακά έτρεφε φιλορωσικά αισθήματα. Ο Μαυροκορδάτος (ο οποίος χρησιμοποιούσε τα χρήματα των αγγλικών δανείων για να επικρατήσει των αντιπάλων του) του απάντησε με θράσος: «Ώστε ήρθες με τα ρούβλια σου να μας πείσεις να δεχθούμε τον Ρώσο υπουργό για κυβερνήτη;»,, κι ο Κουντουριώτης του ανακοίνωσε, μια και δεν είχε πάρει θέση υπέρ της φατρίας τους, ότι η παραμονή του στο Ναύπλιο δεν ήταν επιθυμητή ... αν και η Βουλή τον είχε ανακηρύξει παμψηφεί «Μέγαν Ευεργέτην του Έθνους»! «Την πρώτη πρόταση για την ανάθεση στον Καποδίστρια της ηγεσίας της νέας Ελλάδος είχε υποβάλει, ήδη από του 1824, ο Ψαριανός μέγας εθνικός ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, πλην, όμως, εκτός του στρατηλάτη Θεοδώρου Κολοκοτρώνη ουδείς άλλος την είχε υποστηρίξει». (Διημερίδα: Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδος, στην εποχή του Κυβερνήτου Ιωάννη Καποδίστρια. Αίθουσα Δημοτικού Θεάτρου «ΤΡΙΑΝΟΝ», Ναύπλιο 25 και 26 Ιουνίου 2010. Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 227 – υποσημ. 10 - http://www.krispisfoundation.gr) Τα «Ελληνικά Χρονικά» (εφημερίδα που κυκλοφορούσε δύο φορές την εβδομάδα από την 1η Ιανουαρίου 1824 στο Μεσσολόγγι) σε δημοσίευμα τους στις 3 Δεκεμβρίου 1824 (αρ. φύλ. 98) γράφουν: «Κακόβουλοι και ύποπτοι άνθρωποι παρεξήγησαν τη θυσία του σεβάσμιου αυτού άνδρα και τόλμησαν να συλλάβουν υποψίες για τον ερχομό του. Άλλωστε ο εμφύλιος βοηθάει τον υποτιθέμενο σκοπό του [ότι ήρθε τάχα για να προπαγανδίσει τον ερχομό του Καποδίστρια] και αν είχε τέτοιο σκοπό γιατί να μεσιτεύει να συμβιβάσει τους αντίπαλους; ... Εάν ο βίος του απέδειξε τον Βαρβάκη συνετό και έμπειρο άνθρωπο, οι προτάσεις του αυτές τον αναδεικνύουν και μεγάλο πολιτικό. Δεν μπορούμε να μη ευχηθούμε από καρδίας να είχε η Ελλάδα άλλους δέκα Βαρβάκηδες, και να παρακαλέσουμε τη Θεία Πρόνοια να χαρίζει ζωή στον σεβάσμιο αυτό άνδρα». (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 249-250)
Ο Βαρβάκης βλέποντας την κατάσταση, αποφάσισε να φύγει και να ξαναγυρίσει στη Ρωσία. Οι Σπετσιώτες τον κάλεσαν να επισκεφτεί τον τόπο τους και να τον τιμήσουν, αλλά ο Βαρβάκης ήδη είχε αρρωστήσει και περνώντας από τις Σπέτσες τους έστειλε επιστολή: «Διαπλέοντας απέναντι από το λαμπρό νησί σας, ασθένεια με εμπόδισε να έρθω να κάνω το ιερό μου χρέος προς εσάς τους ευεργέτες των Ψαριανών που έχουν ατυχήσει, το χρέος της ευγνωμοσύνης μου ...» (Κ. Νικοδήμου,«Υπόμνημα της Νήσου Ψαρών», Αθήνησε 1862, τ. Α’, σ. 555). Στις 21 Δεκεμβρίου 1824, επιστρέφοντας στη Ρωσία, ο Βαρβάκης στάθμευσε στη Ζάκυνθο. Η υγεία του ήταν σε άσχημη κατάσταση και παρέμεινε εκεί για να αναρρώσει. Ο ιερέας Νικόλαος Κατραμής γράφει: «Όταν πήγε όμως ο Βαρβάκης στο Ναύπλιο, βάσκανος οφθαλμός μικραίνει το νήμα της πολύτιμης ζωής του και νόσος δεινή τον αναγκάζει να γυρίσει στη Ζάκυνθο για θεραπεία όπου έμεινε καθαριζόμενος από τον φίλο του Δραγώνα που διεύθυνε το λοιμοκαθαρτήριο» (Νικολάου Κατραμή, «Η αποβίωσις του Ιωάννου Βαρβάκη», περιοδ. Ν. Πανδώρα, τ. Η’, 1/6/1857). Οι «κακές γλώσσες» είπαν πως οι Άγγλοι δεν τον άφησαν να βγει στη πόλη της Ζακύνθου, αλλά τον κλείσανε με τη δικαιολογία ότι έπασχε από λοιμώδη νόσο. Στη Ζάκυνθο έφτασε στις 21 Δεκεμβρίου 1824. Ο Βαρβάκης είχε αρρωστήσει ήδη από το Ναύπλιο, πιθανόν από τη στενοχώρια του, όταν είδε ότι η εμφύλια σύρραξη ήταν αναπόφευκτη. Ίσως εμφάνισε δερματικά συμπτώματα που ερμηνεύτηκαν ως μεταδοτική ασθένεια οπότε για προληπτικούς λόγους κατέληξε στο Λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου του οποίου ο διευθυντής, ο Κωνσταντίνος Δραγώνας, ήταν φίλος του. Στις 31 Δεκεμβρίου 1824, ο Βαρβάκης, έστειλε από το «Προφυλακτήριο» της Ζακύνθου την τελευταία του επιστολή, «προς τον εντιμότατον Εμμανουήλ Ξένον» στο Ναύπλιο. Στην επιστολή αυτή ευχαριστεί το φίλο του για την εξυπηρέτηση που του έκανε να στείλει στη Σύρο 14.000 γρόσια για τους εκεί Ψαριανούς πρόσφυγες και σημειώνει τα εξής: «Εγώ, με τη χάρη του Θεού, θεραπεύομαι μένοντας στο Καθαρτήριο, οπότε, μετά την έξοδο μου θα αναχωρήσω για τη Τεργέστη και μέσω Βιέννης θα πάω στο Ταγκανρόγκ. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συσκέπτονται για τα θέματα της Ανατολής και οι συνδιαλέξεις γίνονται στη Βιέννη μεταξύ των συμμαχικών υπουργών. Τα θέματα της Πατρίδας μας εσείς τα γνωρίζετε καλύτερα μια και βρίσκεστε στο κέντρο της Διοίκησης και παρακαλώ να με πληροφορείτε» (Στεφάνου Θ. Ξένου, «Η κιβδηλία, ήτοι μία αληθής ιστορία των ημερών μας», τ. Α’-Β’, Λονδίνω 1859-1860, Παράρτημα επιστολών, σελ. 599) Τα μεσάνυχτα της 8ης Ιανουαρίου 1825, αισθάνθηκε λιποθυμία, τάση προς έμετο και πόνους κολικούς. Τον επισκέφθηκε τη νύχτα ο γιατρός του Παναγιώτης Στεφάνου. Αφού συνήλθε, ζήτησε να εξομολογηθεί και να συντάξει συμπληρωματική διαθήκη. Γράφει ο Κατραμής: «Φώναξε τον πιστό του γραμματέα Χρονία Ι. Δροσινό, του υπαγόρευσε την τελευταία του θέληση και την κατέθεσε στον Συμβολαιογράφο Διονύσιο Ζαπραντινό. Η διαθήκη αυτή μαζί με την άλλη που είχε συντάξει στη Ρωσία το 1824, με τη συνέργεια των εκτελεστών τους και την σύμπραξη της Κυβερνήσης, προάγει ήδη την ανοικοδόμηση στην Αθήνα Σχολής της οποίας ο θεμέλιος λίθος τέθηκε πριν λίγες μέρες» (Νικολάου Κατραμή, «Η αποβίωσις του Ιωάννου Βαρβάκη», περιοδ. Ν. Πανδώρα, τ. Η’, 1/6/1857). Η θεμελίωση της Βαρβακείου Σχολής πραγματοποιήθηκε στις 21 Απριλίου 1857 με την παρουσία του Όθωνα. Το κληροδότημα του Βαρβάκη διασώθηκε χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες του φίλου του και εκτελεστή και της προηγούμενης διαθήκης του, καπετάνιο Ιωάννη Παντελεήμονα Μπόζο, να καταθέσει αμέσως στη Βασιλική Τράπεζα της Μόσχας, τα 300.000 ρούβλια που εγγράφως είχε υποσχεθεί από τον Νοέμβριο του 1824 στο Βουλευτικό, στο Ναύπλιο. Η θεμελίωση του Βαρβάκειου πραγματοποιήθηκε στις 21 Απριλίου 1857 με την παρουσία του Όθωνα. Το κληροδότημα του Βαρβάκη διασώθηκε χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες του φίλου του και πρώτου εκτελεστή της διαθήκης του, Ιωάννη Μπόζου, ο οποίος επίσης δώρισε στην Ελλάδα 150.000 ρούβλια. Γράφει ο Γούδας για τον φίλο του Βαρβάκη και κύριο εκτελεστή των δύο διαθηκών του, Ιωάννη Μπόζο: «Και στις δυο διαθήκες ορίζεται εκτελεστής ο Ιωάννης Π. Μπόζος [τον οποίο ο Βαρβάκης ονομάζει γενικό του νομικό επίτροπο] ο οποίος κληροδότησε στο έθνος όλη του την περιουσία που έφτανε το 100.000 ρούβλια. Από αυτό το κληροδότημα τελειοποιήσαμε κι εμείς τις επιστημονικές μας γνώσεις στην Ευρώπη και νιώθουμε το καθήκον να αναφερθούμε εκτενώς σε αυτόν, αλλά δυστυχώς η μόνη βιογραφική πληροφορία είναι ότι αυτός καταγόταν από την Πελοπόννησο. Πάντως αυτό μόνο αρκεί για να τον θυμόμαστε ότι αυτός μόνος του διέσωσε την περιουσία του Βαρβάκη. ... Το ότι ο Μπόζος έσωσε το κληροδότημα του Βαρβάκη μαρτυρείται από τον ογκώδη φάκελο της αλληλογραφίας του που υπάρχει στο υπουργείο παιδείας και από την διαθήκη του: “Σύμφωνα με επιστολή μου που έστειλα στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 1840 ... Αναφορικά με την υπόθεση του μακαρίτη Βαρβάκη, πρώτον, μετά τις διεκδικήσεις [από τους δανειολήπτες] διασώθηκαν 479.520 από τον Βσέβολοσκι και 300.000 από τους Κουτζουμπέιδες, συν τα 300.000 που βρίσκονταν ήδη στη Τράπεζα της Μόσχας οπότε το συνολικό ποσό είναι 1.080.000. Όλα αυτά, για να εκπληρωθούν οι επιθυμίες του μακαρίτη κυρίου Ιωάννη Βαρβάκη, έχουν κατατεθεί υπέρ της νεολαίας της Ελλάδας. Δεύτερον ... και όσα θα μαζευτούν από την πώληση του σπιτιού που ζω, το λιγότερο 12.000 ρούβλια και ... όλα συμποσούμενα είναι περισσότερα από 50.000 ρούβλια και να κατατεθούν μετά τον θάνατο μου υπέρ της Ελλάδας. Ιωάννης Μπόζος”» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, σ. 189-192). Περισσότερα για το κληροδότημα του Βαρβάκη ... Ο Ιωάννης Μπόζος, φίλος και εκτελεστής της διαθήκης του, γράφει για τον Βαρβάκη: «επειδή θέλησε να πάει να πατήσει για τελευταία φορά το ιερό έδαφος της γενέτειρας του, κατά την αναχώρηση του από εδώ περί τα τέλη Μαρτίου 1824, έκανε τη διαθήκη του και άφησε στη θυγατέρα του Μαρία και στους κληρονόμους της, το κτήμα στη Λακεδαιμονία, δύο μεγαλοπρεπείς οικίες στη πόλη, επτά αποθήκες και χρήματα όσα προ της διαθήκης είχε της δώσει, εκτιμώμενα όλα σχεδόν 1.500.000 ρωσικά ρούβλια». Την Κυριακή 11 Ιανουαρίου ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Τον κοινώνησε ο ιερέας Νικόλαος Κατραμής. Ο Βαρβάκης πέθανε τα ξημερώματα της Δευτέρας 12 Ιανουαρίου 1825. Η σορός του τοποθετήθηκε στο ναό του Αγίου Νικολάου του Λοιμοκαθαρτηρίου. Το βράδυ ήταν παρών και ο Διονύσιος Σολωμός. Στις 13 Ιανουαρίου έγινε η κηδεία του και τον έθαψαν μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου. Το Εκτελεστικό και Βουλευτικό στη συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 1825, εξέδωσε ψηφίσματα και διαταγές για την τήρηση πανελληνίου πένθους και διετάχθη ο υπουργός της Θρησκείας να διορίσει να γίνουν σ’ ολόκληρη την επικράτεια μνημόσυνα (Δημ. Γρ. Σπανού, Ψαριανοί Αγωνισταί, Αθήναι 1967, σ. 74). Στις 31 Ιανουαρίου 1825 τα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου δημοσίευσαν νεκρολογία για τον Βαρβάκη: «Με βαθειά λύπη της ψυχής μας, μάθαμε ότι ο γέροντας Βαρβάκης πέθανε στο Καθαρτήριο της Ζακύνθου στις 12 Ιανουαρίου. Ποιός δεν θα πονέσει μαζί μας ακούγοντας ότι ο σεβάσμιος αυτός γέροντας, μόλις ήρθε κοντά μας, έφυγε για πάντα. Ήδη είχε περάσει το ογδοηκοστό χρόνο της ζωής του όταν αποφάσισε να κατεβεί στην Ελλάδα. Ο σεβάσμιος αυτός γέροντας αποφάσισε να έλθει για να μας συμβουλεύσει με την μεγάλη του πείρα και τις γνώσεις του. Βέβαια νόμιζε ότι θα μας βρει ενωμένους με τους δεσμούς της αδελφότητας. Βέβαια ήλπιζε ότι θα μας δει χωρίς πάθη και χωρίς εκείνον το ολέθριο της φιλαρχίας ζήλο, να ξεπερνάμε και να καταπατούμε ο ένας τον άλλο, αλλά αλλοίμονο, μας βρήκε βυθισμένους στις έριδες, στη διχόνοια, αντί για ενότητα είδε φατρίες τρομερές, όπλα σηκωμένα. ... Σκιά σεβάσμια, που ήδη πετάς στις ουράνιες σκηνές, βεβαιώσου ότι η πατρίδα αναγνώρισε τις θυσίες σου, αναγνώρισε την αξία σου και τον πατριωτικό σου ζήλο! ...» (Ελληνικά Χρονικά, Μεσολόγγιον 31 Ιανουαρίου 1825, αρ.τεύχ. 9, Δεύτερον έτος, σελ. 2-3, σελ. 39-40, και Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 251-252)
Τα «Ελληνικά Χρονικά» το 1825 διαβεβαίωναν ότι η πατρίδα αναγνώρισε τις θυσίες του, την αξία του και τον πατριωτισμό του, αλλά ... να ‘ναι καλά ο Σμαραγδής που έκανε την ταινία «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» και έγινε αφορμή να γνωρίσουμε τον βίο και τη πολιτεία του μεγάλου αυτού ανθρώπου, του κοσμοπολίτη και πατριώτη Ιωάννη Βαρβάκη! Συνήθως οι στενόκαρδοι θνητοί ή εστιάζουμε στην αγάπη προς την πατρίδα μας και αντιμαχόμαστε κάθε ξένο ή κυριαρχεί στη αυτοσυνειδησία μας η αίσθηση της παγκοσμιότητας και αδυνατίζει η αγάπη για την πατρίδα μας. Ο Ιωάννης Βαρβάκης κατόρθωσε να ανήκει στο σπάνιο εκείνο είδος που καταφέρνει να συνδυάζει δύο συνήθως ασύμβατα ή και αντίθετα άκρα. Ήταν εντυπωσιακά γενναιόδωρα πατριώτης (και μόνο ο ατέλειωτος κατάλογος των γνωστών δωρεών του αρκεί για να πεισθεί και ο πιο δύσπιστος), και πρωτοποριακά, επαναστατικά και ριψοκίνδυνα πολίτης του κόσμου, υπηρέτης της ανθρωπότητας. Βρέθηκε στο απομακρυσμένο Αστραχάν και τόλμησε, κόντρα στις συνήθειες της τοπικής ελιτ να μην χρησιμοποιήσει σκλάβους, δουλοπάροικους στις επιχειρήσεις του, αλλά να έχει στη δούλεψη του «ελευθεροσυμφωνητούς ανθρώπους» («Λόγιος Ερμής» 1-8-1819, σ. 650). Αυτή του η «αποκοτιά» θα μπορούσε να προκαλέσει την απομόνωση του από τους υπόλοιπους επιχειρηματίες που τους «χαλούσε την πιάτσα». Και σαν να μην έφτανε αυτό, στα τέλη του 18ου αιώνα, στη τσαρική Ρωσία, σε μια ευαίσθητη παραμεθόρια περιοχή την οποία διεκδικούσε από τη Ρωσία η μουσουλμανική Περσία, τόλμησε, είχε την έμπνευση, να φτιάξει Τζαμί για τους εργάτες του, τους Τάταρους Μουσουλμάνους του Αστραχάν και να τους εξασφαλίσει και Ιμάμη! Οποιοσδήποτε «καλοθελητής» θα μπορούσε να τον κατηγορήσει ως πράκτορα των Οθωμανών ή των Περσών που τορπιλίζει το «εκπολιτιστικό» έργο της Αυτοκρατορίας σε εκείνες τις ακριτικές περιοχές! Με την ίδια ανθρωπιά φέρθηκε και προς τους σχισματικούς Ρώσους Παλαιόπιστους που διώκονταν από την κεντρική εξουσία και βρίσκονταν εκτοπισμένοι σε εκείνες τις παραμεθόριες περιοχές.
Ο Βαρβάκης «κατέκτησε όλες τις βαθμίδες της ρωσικής αριστοκρατίας δεχόμενος τιμητικά παράσημα από τρεις Τσάρους. Συγκεκριμένα, τιμήθηκε από την Αικατερίνη Β’, τον Παύλο Α’, και τον Αλέξανδρο Α’». (Κουτουξιάδου Αικατερίνη, Η έννοια και τα βασικά χαρακτηριστικά του ελληνικού ευεργετισμού τον 19ο αιώνα στο χώρο της εκπαίδευσης. Το παράδειγμα του Ιωάννη Βαρβάκη, «ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ», Τεύχος 105-106 (Ιανουάριος-Ιούνιος 2013), σελ. 136 - http://www.taekpaideutika.gr). Στις 31 Δεκεμβρίου του 1782 χορηγήθηκε στον Βαρβάκη ειδικό δίπλωμα για την προαγωγή του στη θέση του ταγματάρχη. Το δίπλωμα αυτό υπογράφηκε από την ίδια την Αυτοκράτειρα» (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). Από το 1789 ο Βαρβάκης έλαβε τη ρωσική υπηκοότητα: «Το 1789 απονέμεται από την Τσαρίνα Αικατερίνη Β’ η ισόβια ρωσική υπηκοότητα σ’ αυτόν και στην ελληνική του οικογένεια. Το 1797 επί τσάρου Παύλου Α’, τιμάται με τον τίτλο ευγενείας 7ου βαθμού ‘ναντβόρνιι σοβέτνικ’» (Μπομπρίνσκι, Αρχοντολόγια, γραμμένα στο οικοσημολόγιο της Πανρωσικής Αυτοκρατορίας). Τότε έλαβε ισοβίως και το αξίωμα του αυλικού συμβούλου. Τέλη του 1807 τιμήθηκε με το παράσημο του αγίου Ισαπόστολου Βλαδίμηρου, του εκχριστιανιστή των Ρώσων, και έγινε ιππότης. Το παράσημο αυτό, ως τίτλος ευγενείας 4ου βαθμού, συστήθηκε για πρώτη φορά το 1782 από την Αικατερίνη Β’. Το 1809 δέχεται το παράσημο υψηλών πράξεων και ευεργεσιών προς το κράτος, διάκριση ευγενείας 3ου βαθμού, για το έργο του μεγάλου καναλιού στο Αστραχάν. Το 1810 ονομάστηκε Ιππότης και τιμήθηκε με το παράσημο της αγίας Άννας, 2ου βαθμού ευγενείας. Το παράσημο είχε πάνω του γραμμένα τα εξής: «Σ’ αυτούς που αγαπούν την πίστη, την ευσέβεια, το δίκαιο». Το παράσημο αυτό φαίνεται σε όλα τα πορτρέτα του, να κρέμεται με κόκκινη κορδέλα πάνω από το δαντελένιο λαιμοδέτη του. Πήρε τον τίτλο: Αυλικός Σύμβουλος. Στις 31 Ιουλίου του ίδιου χρόνου του απονεμήθηκε, ο ισόβιος και κληρονομικός (για τους απογόνους του) τίτλος ευγενείας «Βαρβάτσιι» και οικόσημο. Το οικόσημο της οικογένειας Βαρβάκη περιλαμβάνεται στο ένατο βιβλίο των ρωσικών οικοσήμων (αριθ. 157). («Μητρώον Κληροδοτημάτων Παλαιάς Ελλάδος 1824-1928», Τόμος Πρώτος, Αθήναι, εκ του Τυπογραφείου Παρασκευά Λεώνη 1929, σελ. 1126) Επειδή θεωρήθηκε ότι o γαμπρός του, Νικόλαος Κομνηνός, καταγόταν από τη δυναστεία των Κομνηνών (Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως 1057-1185) και κυρίως λόγω της προσωπικής βαρύτητας του Βαρβάκη, δόθηκε στους απογόνους του ως τίτλος ευγενείας η επωνυμία «Κομνηνός Βαρβάκης» (Αναστασίου Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», Εν Αθήναις 1870, τ. 3ος, σ. 169). Σε αυτόν τον τίτλο οφείλεται και η επωνυμία της Εταιρείας Κομνηνός-Βαρβάκης (Фонд Комнинос-варвакис) που δημιούργησαν απόγονοί του στην πόλη Ροστόβ να Ντόνου (Ροστόβ επί του Δον), κοντά στο Ταγκανρόγκ, στις 15 Σεπτεμβρίου 2003 (Ιδιωτική συλλογή Βλαδίμηρου Κομνηνού-Βαρβάκη στο Ίδρυμα Κομνηνός-Βαρβάκης Rostov-na-Donu [Ροστόβ επί του Δον ποταμού] Ρωσία). Το 1812, όταν ο Ναπολέων έχοντας εισβάλλει στη Ρωσία έφτασε προ των πυλών της Μόσχας, ο Αλέξανδρος Α’ έστειλε προκήρυξη προς το ρωσικό έθνος (6 Ιουλίου 1812) και το καλούσε σε αγώνα εναντίον του εχθρού. Από την Οδησσό, οι πλούσιοι Έλληνες πρόσφεραν 100.000 ρούβλια ενώ οι πλούσιοι Ρώσοι 94.000 ρούβλια. Ο Ιωάννης Βαρβάκης πρόσφερε 1.500.000 ρούβλια(!) και το 1813 παρασημοφορήθηκε από τον Τσάρο Αλέξανδρος Α’ με χρυσό μετάλλιο, κρεμασμένο από την ταινία του αγίου Βλαδίμηρου «εις ανάμνηση του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1812». Το δίπλωμα έγραφε: «Για την αδιάσπαστη αφοσίωση και αγάπη προς τον Τσάρο και την Πατρίδα, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα πλούσιες δωρεές, εις αιώνια ευγνωμοσύνη». Το παράσημο αυτό ήταν 1ου βαθμού ευγενείας και ανακήρυσσε τον Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι, Μέγα Πατριώτη της Μητέρας Ρωσίας. (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 169)
Στο Διαδίκτυο αναπαράγεται η πληροφορία ότι ο Βαρβάκης πρόσφερε 3.500.000 ρούβλια σε Ρώσους και 1.500.000 σε Έλληνες. Από τα στοιχεία όμως για τα ποσά και τον προορισμό των χορηγιών του που αναφέρει η βιβλιογραφία προκύπτει ότι ο Βαρβάκης πρόσφερε σε Ρώσους 2.744.700 ρούβλια και σε Έλληνες 4.257.900 ρούβλια! Εκτός από αυτά τα 7.002.600 ρούβλια που είναι το συνολικό ποσό των δωρεών του, ο Βαρβάκης άφησε και στην κόρη του ακίνητη περιουσία, η εκτιμώμενη αξία της οποίας ήταν 1.500.000 ρούβλια. Και το σημαντικότερο είναι ότι ο Βαρβάκης δεν περίμενε να πλησιάσει στην τελική αναχώρηση για να προσφέρει με διαθήκη τις δωρεές του, αλλά από το 1788 μέχρι δύο μέρες πριν πεθάνει, συνεχώς εύρισκε τρόπο να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Οι δωρεές του (σε Ρώσους κι Έλληνες) ήταν πολύ μεγάλες και σημαντικές κι αναγνωρίστηκε, κι από τους δύο, η προσφορά του από νωρίς, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Το 1813 ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ τον παρασημοφόρησε με χρυσό μετάλλιο και τον ανακήρυξε «Μαικήνα της Ρωσίας» (Μαικήνας = κάποιος πολύ πλούσιος ευεργέτης των τεχνών, γενικά ευεργέτης) «για την αδιάσπαστη αφοσίωση και αγάπη προς τον Τσάρο και την Πατρίδα, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα πλούσιες δωρεές, εις αιώνια ευγνωμοσύνη». Το 1824, στο Ναύπλιο, η Βουλή τον ανακήρυξε παμψηφεί «Μέγαν Ευεργέτην του Έθνους ... εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων», για τις προσφορές του προς το «δυστυχές ρωμαϊκό γένος». Η σημαντικότερη όμως προσφορά του Βαρβάκη δεν ήταν τα χρήματα που σκορπούσε αφειδώς. Η μεγαλύτερη προσφορά του προς ολόκληρη την ανθρωπότητα ήταν ... αυτό που ήταν! Ο τρόπος ζωής του, ο ρυθμός, το στυλ, το φιλότιμό του. Και ο τρόπος του Βαρβάκη δεν ήταν η εξαίρεση του κανόνα, ήταν ο κανόνος, ήταν η κοινή παράδοση της οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Ελληνισμός, από την αρχαιότητα μέχρι πριν δύο αιώνες είχε δημιουργήσει και παρέδιδε από γενιά σε γενιά τον τρόπο που ξέρει και μπορεί να μετατρέπει τις πέτρες σε φως, το φίδι από πίθηκο σε αετό, τον μίζερο εγωκεντρικό εαυτούλη, σε πλούσιο ευεργέτη της ανθρωπότητας, του κόσμου όλου. Ήξερε και μπορούσε να καλλιεργεί το ΦΙΛΟΤΙΜΟ, τη δημιουργικότητα, την καινοτομία, το παιδί που ξέρει και μπορεί μέχρι τα βαθειά του γεράματα, να συντηρεί την έμπνευση, τη ζωντάνια, την αγάπη για τη ζωή, το πνεύμα, τη ροή. Ο Ελληνισμός ήξερε να δημιουργεί άρχοντες που έμπαιναν στο στίβο της ζωής, συχνά ξεκινώντας από το μηδέν ή και υπό το μηδέν -από άποψη οικονομική- έπαιζαν, κέρδιζαν, γίνονταν πάμπλουτοι και μετά ... συνέχιζαν να παίζουν, «αεί Παίδες», παιδιά, φορείς μιας παιδικότητας με κόπους και υδρώτες ξανακερδισμένης, άρχοντες, με την αρχοντική αγάπη προς τον πλησίον, προς τον τυχαίο συνάνθρωπο, τον όποιο διπλανό ... συνέχιζαν να παίζουν και να εμπαίζουνε τον Μαμωνά, τη λατρεία του πλούτου και της ευμάρειας, σκορπώντας αφειδώς τους κόπους, τους καρπούς του υδρώτα τους, για το καλό του διπλανού, του πατριώτη, του κόσμου όλου. Αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ιδεαλιστικής ηθικολογίας που προκρίνει το καθήκον έναντι της ατομικής ευδαιμονίας αλλά καρπός του ΦΙΛΟΤΙΜΟΥ, φυσιολογικό υποπροϊόν της αυξημένης ενσυναίσθησης προς τον διπλανό, του βιώματος της πανανθρώπινης ενότητας που φτάνει να νιώθει τον κάθε τυχαίο διπλανό κομμάτι του εαυτού. Τότε η προσφορά δεν είναι προσφορά αλλά ανάγκη. Η προσφορά τροφής και θαλπωρής στο σώμα μου δεν είναι προσφορά, αλλά φυσική ανάγκη, υπαγορεύεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρισης, δεν έχει ως αιτία την τήρηση ηθικών κανόνων και επιταγών, αλλά είναι αυθόρμητη, αντανακλαστική κίνηση του εαυτού. Και σήμερα πολλοί πλούσιοι προσφέρουν, γίνονται σπόνσορες, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό το πλαίσιο που δημιουργεί τον σπόνσορα. Στην περίπτωση του σπόνσορα είναι εμφανής και αναγνωρίσιμος και συχνά απωθητικός ο αυτονόητα συνακόλουθος εγωισμός. Συχνά χωρίς προσχήματα, απροκάλυπτα το κίνητρο είναι η ατομική προβολή του σπόνσορα. Στην περίπτωση όμως που κίνητρο είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ του δωρητή ο εαυτός του σχεδόν εξαφανίζεται σε βαθμό που ο Βαρβάκης, για παράδειγμα, παρόλη τη ψυχρολουσία που δέχτηκε στο Ναύπλιο, λίγο αργότερα, δύο μέρες πριν πεθάνει, φρόντισε να εξασφαλίσει ότι τα χρήματα που ήθελε να προσφέρει θα φτάσουν στα χέρια αυτών που τόσο τον είχαν στενοχωρήσει, τόσο τον είχαν πικράνει, με τις άστοχες, σχεδόν προδοτικές επιλογές τους. Όταν η προσφορά γίνεται από ΦΙΛΟΤΙΜΟ δεν περιμένει κάποια ανταπόδοση, κάποια πληρωμή γιατί η πληρωμή εμπεριέχεται στην ίδια τη δράση, σε αυτή την περίπτωση ανατροφοδοτείται κανείς από την ίδια τη δραστηριότητα. Όταν ένα παιδί παίζει π.χ. ποδόσφαιρο, κουράζεται, ιδρώνει αλλά χαίρεται από το ίδιο το παιχνίδι, από την ίδια την διαδικασία του παιχνιδιού, είναι δοσμένο και αφοσιωμένο στο παιχνίδι και ανατροφοδοτείται από την ίδια την δραστηριότητα, από την ενασχόληση με το παιχνίδι. Παίζει κι ο χρόνος σταματάει κι ενώ μπορεί σωματικά να κουράζεται ή και να τραυματίζεται και να πονά νιώθει «γεμάτες τις μπαταρίες του». Ο Βαρβάκης, ζωντανό μέλος εκείνου του Ελληνισμού αξίζει να τον τιμάμε και να τον θυμώμαστε, όχι γιατί αυτός έχει ανάγκη τώρα πια την τιμή μας αλλά επειδή εμείς τον χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε το ζωντανό του παράδειγμα για να θυμώμαστε, για να μαθαίνουμε, ότι αυτό που γεμίζει τον άνθρωπο, αυτό που τον κάμνει να νοιώθει ότι ζει μια ζωή γεμάτη νόημα είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ, η χαρά της προσφοράς, η απόλαυση, η πληρότητα, της έμπνευσης, της δημιουργικότητας, της ΡΟΗΣ, η αγάπη.
Αιωνία σου η μνήμη Ιωάννη Βαρβάκη!
Σε ευχαριστούμε που υπήρξες! | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Βιογραφία Ιωάννη Α. Βαρβάκη
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)