Ο Βαρβάκης στις 3 Σεπτεμβρίου του 1820 έγραψε στον Καποδίστρια και τον παρακάλεσε ... να τον διατάζει χωρίς επιφύλαξη και με ευχαρίστηση θα εκτελεί, δίνοντας του το ελεύθερο να χρησιμοποιεί τα χρήματα του χωρίς να τον ρωτάει και προσθέτει ότι η επιθυμία του αυτή είναι καταχωρημένη και στη διαθήκη του, ώστε να μην μπορεί κανείς να την ανατρέψει: «...Τούτο προσκυνητέ μοι, του δυστυχούς ρωμαϊκού γένους ευεργέτα, και θερμέ ζηλωτά των καλών, είναι επικυρωμένον και εις την διαθήκην μου, και δεν δύναται να ανατραπεί ...» (Αρχεία Ιονίου Γερουσίας, Καποδιστριακόν, Κέρκυρα, φακ. 375, αριθ. 16). Ο Βαρβάκης γνώριζε πολύ καλά τον Καποδίστρια και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. (Βασίλη Ασημομύτη, «Ιωάννης Βαρβάκης», εκδ. Κάκτος 2001, σ. 191-193). Κάτι ήξερε ο Βαρβάκης που εμπιστευόταν χωρίς καμιά επιφύλαξη τον Καποδίστρια. Τον είχε γνωρίσει και ήξερε την ποιότητα του χαρακτήρα του. Ο Καποδίστριας δεν είχε διστάσει να αρνηθεί αρχικά την μεγάλη τιμή που του έκανε ο Τσάρος Αλέξανδρος επικαλούμενος την αγάπη για την πατρίδα του! «Όταν ο Τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος, το 1815, αίφνιδιαστικά, ανακοίνωνε στον Καποδίστρια ότι τον διορίζει Υπουργόν επί των Εξωτερικών Υποθέσεων, εκείνος, αν και όπως γράφει, προς στιγμήν τα έχασε (“παρ’ ολίγον να μου λείψουν οι λέξεις”), είχε την ευαισθησία να αντιδράσει: “Μεγαλειότατε, οι άνθρωποι ούτοι (οι υπόδουλοι συμπατριώτες μου) υποφέρουν και ελπίζουν. Βλέποντάς με πλησίον Υμών θα ελπίζουν ακόμη περισσότερον και θα με πιέζουν δια των δικαίων παραπόνων των. Θα ήτο εκ μέρους μου αχαριστία, θα παρέβαινον τα καθήκοντά μου προς την γενέτειράν μου εάν, ίνα απαλλαγώ αυτών, εθεώρουν εμαυτόν ξένον προς την Ελλάδα. Αλλ’ αισθάνομαι τον εαυτόν μου ανίκανον προς τοιαύτην θυσίαν. Θα είναι λοιπόν ανάγκη να διατηρώ τας προσωπικάς μετ’ αυτών σχέσεις, αλλ’ αι σχέσεις αύται θα διεγείρουν την δυσπιστίαν της Αγγλίας και των άλλων Κυβερνήσεων. Εκ της τοιαύτης καταστάσεως ουδέν το αγαθόν δύναμαι να προβλέψω, ουδέν το ωφέλιμον ούτε δια την Υπηρεσίαν της Υμετέρας Μεγαλειότητος ούτε δια τους Έλληνας ούτε δια τον εαυτόν μου”. »Ο Αλέξανδρος παρά τις εξηγήσεις του Καποδίστρια παρετήρησεν ανένδοτος: “Πολύ μεγαλοποιείτε τα πράγματα. Σέβομαι τα αισθήματά σας προς την ιδιαιτέραν πατρίδα σας και την Ελλάδα και επειδή ακριβώς γνωρίζω τα αισθήματα ταύτα, επιθυμώ να σας κρατήσω πλησίον Μου. Ουδέν δικαιότερον και ωφελιμότερον του να έχουν συνήγορον παρ’ εμοί εν τω προσώπω υμών. Σας υπόσχομαι, ότι όλας τας υποθέσεις τόσον τας ιδιωτικάς, όσον και τας δημοσίας, αι οποίαι θα αφορούν εις αυτούς θα τας εμπιστεύομαι εις υμάς”. Ο Τσάρος είχεν επιλέξει τον κατάλληλον έλληνα ως υπουργόν ακριβώς για τα ελληνικά οράματα αυτού, αδιαφορών πλήρως για τις παρεξηγήσεις οι οποίες θα εδημιουργούντο. Από τα μάτια του Αλεξάνδρου δεν έσβηνε ποτέ το όνειρον της απελευθερώσεως όλων των ορθόδοξων χριστιανών της Βαλκανικής. Οι ευχές της Μεγάλης Μάμμης (Μ. Αικατερίνης) του εφώτιζαν τον δρόμον του. Εκείνη τον εβάπτισε με το συμβολικόν όνομα “Αλέξανδρος” εκείνη τον ελίκνισε με τα τραγούδια της, εκείνη τον εμόρφωσε, εκείνη τον ενέπνευσε με τα σχέδιά της και με τα ρωσικά όνειρα να στηθεί και πάλιν ο Σταυρός επί του τρούλλου της Αγίας Σοφίας. Αυτός, ο Αλέξανδρος, είναι “ευλογητός του Κυρίου” -ο Μπλαγκοσλοβένυϋ- ο προορισμένος να τα πραγματοποιήσει» (Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831), Τόμ. Α, Βιβλ. της ΕΣΤΙΑΣ σελ. 187). Οι πληθυσμοί των Βαλκανίων και ολόκληρη η ανθρωπότητα ..., τους τελευταίους δύο αιώνες, μετά το 1800, υπέστησαν μια ανυπολόγιστη, μια τεραστίων διαστάσεων αδικία: Έχασαν και ξέχασαν το πολιτιστικό πλαίσιο, την προπόνηση, που ήξερε να μετατρέπει το φίδι από πίθηκο σε αετό. Έχασαν και ξέχασαν τη μέθοδο που ήξερε και μπορούσε να παίρνει το «πενηνταράκι» και να το μετατρέπει σε «πεντακοσάρα», να μεταπλάθει τα κουρελόχαρτα σε Χαρταετούς. Έχασε και ξέχασε ο λαός τον τρόπο από πέτρα, από εργαλείο, να γίνεται φως, ξέμαθε τη μέθοδο που επιτρέπει στον άνθρωπο να είναι πάντα νέος, πάντα παιδί, να λούζεται μια παιδικότητα με κόπους και αγώνες ξανακερδισμένη, να καλλιεργεί τις προϋποθέσεις που προκαλούν και συντηρούν την έμπνευση, το φως του Προμηθέα, ξέμαθε τον τρόπο να είναι ερωτικός και ερωτεύσιμος, να μην απογοητεύεται, να μη χάνει τη γοητεία του όντας γόης, γητευτής, για το καλό της ανθρωπότητας, του κόσμου όλου, κοσμοπολίτης, οικουμενικός πατριώτης. Η οικουμενική ελληνική αστική τάξη των ελληνικών κοινοτήτων στα αστικά κέντρα των Βαλκανίων, ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ρωσικής και της Αυστροουγγαρικής Αυτοκρατορίας και όπου αλλού, εκείνος ο ελληνικός κόσμος έδινε το στίγμα και τον χαρακτήρα εκείνης της εποχής, κυριαρχούσε σε πολλά αστικά κέντρα τον 18ο και 19ο αιώνα. Εκείνη η οικουμενική ελληνική αστική τάξη διακρινόταν, προόδευε, πλούτιζε, αλλά όπως φαίνεται και από το παράδειγμα του Βαρβάκη (που κατήργησε τη δουλεία 85 χρόνια πριν καταργηθεί θεσμικά από την Τσαρική Ρωσία), πλούτιζε όχι ξεζουμίζοντας τους τοπικούς πληθυσμούς, εκμεταλλευόμενη τις απάνθρωπες εργασιακές συνθήκες της εποχής, αλλά δημιουργώντας πολύ πρωτοποριακές συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας για το εργατικό δυναμικό που απασχολούσε. Ήταν πραγματικά παράγοντας προόδου και ευημερίας για τους τοπικούς πληθυσμούς και γι’ αυτό το λόγο στις συνειδήσεις, στις μνήμες των λαών αυτών υπήρχε ο απόηχος μιας θαυμαστής θετικής αναφοράς. Μέχρι και σήμερα κάποιοι θυμούνται με ευγνωμοσύνη εκείνους τους Έλληνες, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μέχρι το Αστραχάν και την Αγία Πετρούπολη. «Κατά την Οκτωβριανή προλεταριακή Επανάσταση του 1917, κομισάριος στην περιοχή του Αστραχάν ήταν κάποιος Σ. Κίροφ. Αυτός δεν επέτρεψε να καταστραφεί κανένα μνημείο της πόλης του Αστραχάν, εκκλησιαστικό, κοινωνικό κτλ. που δημιουργήθηκε από τον Βαρβάκη. «Μα γκρεμίζουμε ότι δημιουργήθηκε από τους πλούσιους» έλεγαν πολλοί εκπρόσωποι του Κόμματος. Κι ο Κίροφ απάντησε: «O Ιβάν Αντρέγιεβιτς Βαρβάτσι δεν ήταν Πλούσιος, το Αστραχάν ήταν εκείνος, ήταν Σοσιαλιστής, με τις πράξεις του, πριν από τους σοσιαλιστές». Έτσι δεν επετράπη να πειραχθεί τίποτε.» (http://greekworldhistory.blogspot.gr). Μια τέτοια όμως, φιλάνθρωπη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου δεν βόλευε τον άγριο διεθνή καπιταλισμό και ίσως αυτός να ήταν ο βασικός λόγος που προκάλεσε την τελική εξαφάνιση εκείνης της οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης. «Ο ελληνικός κόσμος αποτελεί το μόνο ιστορικό παράδειγμα που ορίζεται όχι περιοριστικά ως έθνος, ως ένας μεταξύ των άλλων λαών (εθνών ή εθνοτήτων), αλλά ως γένος, ως ένα συνεκτικό και αύταρκες εξ επόψεως ιδιοσυστασίας και εξελικτικής λογικής σύνολο κοινωνιών των οποίων το διακριτικό γνώρισμα υπήρξε η συγκρότησή τους με όρους ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Για πρώτη φορά ένας ολόκληρος κόσμος, ο ελληνικός, κινείται στην ιστορία με γνώμονα την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του ανθρώπου (το κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό, θεσμικό, αξιακό, πολιτισμικό φορτίο της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ) και όχι ως πρωτόγονη ορδή ή ως δεσποτική (υπόδουλη, δουλική ή δουλοπαροικιακή) κοινωνία. Από την εμφάνιση του ελληνισμού στο ιστορικό προσκήνιο η ανθρωπότητα εισέρχεται σε μια νέα εποχή κατά την οποία αλλάζει δραματικά η έννοια του “κοινωνικού ανθρώπου” ... και στο βάθος αναγγέλλεται το τέλος της δεσποτείας. ... Ευθεία προέκταση, δηλαδή δημιούργημα του ελληνικού κοσμοσυστημικού παραδείγματος, αποτελεί ο πολιτισμός της ελευθερίας που βιώνουμε στις ημέρες μας κατά το μάλλον ή ήττον στο σύνολο του πλανήτη. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι οι Έλληνες συγκροτήθηκαν ως κοσμοσύστημα, σε ένα πλήθος κοινωνιών/κρατών, με πρόσημο τις πόλεις, αποτέλεσαν μόνοι τους ένα κοσμοσύστημα ανθρωποκεντρικού τύπου. Ενώ σήμερα οι λαοί συγκροτούν όλοι μαζί το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Το ελληνικό και το εθνοκρατικό ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα διαφέρουν ως προς την κλίμακα. Το ένα δομήθηκε με βάση τη μικρή κλίμακα της πόλης, το άλλο με τη μεγάλη κλίμακα του λεγόμενου κράτους έθνους. Εξού και κάθε έθνος στεγάζεται καταρχήν σε ένα και μοναδικό κράτος. »Μια άλλη διαφορά που διακρίνει τον ελληνικό κόσμο από τον σημερινό κόσμο αναφέρεται στην ωριμότητά τους. Ο σημερινός κόσμος διανύει προφανώς τη βρεφική περίοδο της ανθρωποκεντρικής του ιστορίας, σε αντίθεση με τον ελληνικό κόσμο ο οποίος διέτρεξε το σύνολο της εφικτής ανθρωποκεντρικής εξελικτικής διαδρομής έως την ολοκλήρωσή της. »Τέλος, η ιδιαιτερότητα του γεγονότος ότι ο ελληνισμός ενσάρκωσε κατά τρόπο μοναδικό το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα -επειδή αυτός το δημιούργησε και το ανέπτυξε στη διάρκεια της κοσμοϊστορίας- είχε ως συνέπεια η προσέλευση των άλλων ανθρώπων ή λαών να οδηγήσει στην εξομοίωσή τους με την έννοια του Έλληνα. Όσο περισσότερο προσήρχοντο στον ανθρωποκεντρικό τρόπο του βίου, τόσο προσομοίαζαν στον Έλληνα άνθρωπο. »Οι ανωτέρω ολίγες επισημάνσεις διευκρινίζουν τους λόγους που οι νεότεροι εξακολουθούν να δείχνουν τέτοια προσήνεια στον ελληνικό πολιτισμό. Τον θαυμάζουν όχι με την έννοια της επιστροφής σ'αυτόν, δηλαδή με την αναβίωσή του, όπως πίστεψαν οι πρώτοι ανθρωποκεντρικοί θύλακες της εποχής της Αναγέννησης, αλλά ως την πατρογονική πηγή τους πρωταρχικά, ως παράδειγμα του τρόπου του βίου με πρόσημο τον ελεύθερο άνθρωπο επίσης και, προφανώς, γιατί στην πνευματική του γραμματεία ανακαλύπτει κανείς θαυμαστές και αξεπέραστες δημιουργίες. »Παρόλον όμως ότι πολλοί νομίζουν ότι ο ελληνικός κόσμος έχει πια ξεπερασθεί, συμβαίνει πράγματι η επικαιρότητά του να επεκτείνει διαρκώς τον βίο της, με την έννοια ότι όσο εξελίσσεται ο νεότερος κόσμος τόσο διαπιστώνει ότι τα βήματά του προσομοιάζουν με εκείνα που διέδραμε ο ελληνισμός. Τι είναι άραγε αυτό που συντελεί ώστε ο βηματισμός του νεότερου ανθρώπου να γίνεται στα χνάρια του ελληνικού κόσμου. Το γεγονός ακριβώς που επισήμανα ήδη, ότι ο ελληνισμός ως κοσμοσύστημα έχει να επιδείξει μια πλήρη διαδρομή με γνώμονα το ανάπτυγμα της ελευθερίας στο ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, εν αντιθέσει προς τον νεότερο κόσμο που βιώνει μόλις την πρώιμη περίοδο της ανθρωποκεντρικής του ιστορίας (της ατομικής ελευθερίας). Όσο και αν η μετάβαση από την μικρή στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα, από την πόλη κράτος στο κράτος έθνος, άλλαξε δραματικά τα δεδομένα, δεν παύει ο νεότερος άνθρωπος να διάγει την βρεφική ανθρωποκεντρική του ηλικία.» Γιώργος Κοντογιώργης: Φυσική συνέχεια, επόμενο εξελικτικό στάδιο του ελληνισμού, μετά το πρώτο σοκ της οθωμανικής κατάκτησης, ήταν η δημιουργία της δημοκρατικής συλλογικότητας των κοινοτήτων και των παροικιών. Η λεπτότητα του πολιτισμού, του ύφους της οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης, συνιστούσε μία νέα υψηλού επιπέδου ανάπτυξη του ελληνικού κόσμου και οραματιζόταν την απελευθέρωση του υπόδουλου γένους των «Ρωμαίων», των δύστυχων, χειμαζόμενων Ρωμηών, από τον οθωμανικό ζυγό είτε μέσω ένοπλης επανάστασης είτε μέσω ειρηνικής διαδοχής. Το όραμα εκείνο, όμως, ήταν ο χειρότερος εφιάλτης του αγγλοσαξωνικού κέντρου εξουσίας που με κανέναν τρόπο δεν ήθελε, μετά την επικείμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να προκύψει μια ενιαία διάδοχη κατάσταση, μια «Γραικική», μια Ελληνική Αυτοκρατορία φιλική, σχεδόν αδελφική προς τη Ρωσία. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της οικουμενικής αστικής τάξης της εποχής ήταν συναισθηματικά και πραγματικά συνδεδεμένη με τη Ρωσία και η φιλική, χωρίς υπερβολή, η αδελφική τους σχέση με τη Ρωσία ήταν αυτονόητη. Ελάχιστες εξαιρέσεις ήταν τότε οι «αγγλόφιλοι» και «γαλλόφιλοι» στους κόλπους της διανόησης των ελληνικών κοινοτήτων. «Η ελληνική κοινωνία, μέχρι την απελευθέρωση της, είχε μια πρωτογενή ύπαρξη. Το έθνος υπήρχε μέσω της πόλεως, του κοινού και εκφραζόταν πολιτικά ως μια κοινότητα πόλεων/κοινών. Η πατρίδα του κάθε Έλληνα ήταν το κοινό του. Η αυτονομία της σκέψης χάθηκε όταν εισήλθαμε στο νεοελληνικό κράτος, καθόσον αυτό λειτούργησε ως το όχημα για την ιδεολογική, πολιτική, οικονομική, πνευματική και κάθε είδους άλλη εξάρτηση από την ηγεμονεύουσα απολυταρχία. Η δημοκρατική συλλογικότητα καταργήθηκε, η οικουμενική αστική τάξη διαλύθηκε και έτσι έμειναν οι θεράποντες της κομματοκρατίας να κυβερνούν μόνοι, νεμόμενοι το κράτος και διαλεγόμενοι σε πολιτική βάση με τον κάθε πολίτη χωριστά κι όχι με το σύνολο της κοινωνίας. Το πελατειακό κράτος είναι αποκλειστικό δημιούργημα της μετεπαναστατικής εποχής.» (Γιώργος Κοντογιώργης - «Ζούμε το τέλος των βεβαιοτήτων μας»)
«Η γένεση του νεοελληνικού κράτους συγκροτεί μια τομή, θα έλεγα μια ρήξη με το ελληνικό κοσμοσυστημικό παρελθόν, το οποίο επέτρεψε στον ελληνισμό να μεγαλουργεί. Το νεοελληνικό κράτος, πρόσεδρο στην ευρωπαϊκή δεσποτεία, υιοθέτησε την ιδέα της πολιτικής κυριαρχίας κατέναντι της κοινωνίας, στην οποία επιφύλαξε εφεξής το καθεστώς του ιδιώτη, και στον πολίτη την ιδιότητα του υπηκόου πελάτη του πολιτικού. Το κράτος, εφεξής αναντίστοιχο με τους σχεδιασμούς και τις προσδοκίες της εθνικής συλλογικότητας των Ελλήνων, ήταν εντούτοις σε πλήρη αρμονία με το διατακτικό του ηγεμόνα, που θεωρούσε τον μεν ελληνισμό απειλή και για την επέκτασή του, το δε πολιτειακό του πρόταγμα, απεχθές για την απολυταρχική αρχικά και για την ολιγαρχική στη συνέχεια ευρωπαϊκή τάξη. Το κράτος αυτό και οι άρχουσες ομάδες που υφάνθηκαν στους κόλπους του, αποτέλεσαν το εργαλείο για την ανθρωποκεντρική και κοσμοσυστημική αποδόμηση του ελληνισμού και, εντέλει, για τη δραματική του συρρίκνωση. Το καθόλα αναντίστοιχο προς την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του ελληνισμού αυτό κράτος και οι άρχουσες δυνάμεις που το λειτουργούν και το νέμονται είναι αποκλειστικά υπαίτιες για τις αλλεπάλληλες καταστροφές που εξακολουθεί να υφίσταται η ελληνική κοινωνία έως τις ημέρες μας. »Έχει σημασία να επισημανθεί ότι η οριστική αυτή ρήξη με το ελληνικό οικουμενικό παρελθόν δεν θα συντελεσθεί υπό την οθωμανοκρατία. Τότε ακόμη ο ελληνισμός σχεδίαζε την εθνική του αποκατάσταση υπό το πρίσμα της διατήρησης αδιατάρακτης της ανθρωποκεντρικής οικουμένης. Συνέβη υπό το κράτος έθνος, το οποίο για να νομιμοποιηθεί έπρεπε η ελληνική κοινωνία να συνομολογήσει την κατωτερότητα της. Διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει το καθεστώς της εξάρτησης, ούτε και να πραγματοποιηθεί η αποδόμηση του μείζονος ελληνισμού, ο οποίος μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα στην μεν Εσπερία προκαλούσε δέος, στην δε σλαβική ανατολή εκλαμβανόταν ως πρότυπο. Με διαφορετική διατύπωση, για να συμβεί αυτό, ο ελληνισμός όφειλε να μηδενίσει τον ανθρωποκεντρικό του χρόνο και να εναρμονίσει τον ανθρωποκεντρικό του βηματισμό με εκείνον της εξερχόμενης από τη δεσποτεία δυτικο-ευρωπαϊκής κοινωνίας. »Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να προσέξουμε ότι ολόκληρο το δημοκρατικό οικοδόμημα του ελληνισμού που το βίωνε ευρέως και αδιατάρακτα από την κλασική εποχή, κατελύθη χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίματος. Η ατομική ελευθερία θεωρήθηκε ανώτερη από την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία, η ολιγαρχία της δημοκρατίας, το οικονομικό σύστημα που έθετε τους συντελεστές της εργασίας στο περιθώριο, ανώτερο από την εταιρική οικονομία, η τιμοκρατική ψήφος από την καθολική ψήφο, ο ατελής πολίτης του πλήρους πολίτη κλπ. Η απολυταρχία που εγκαθιδρύθηκε στο μικροελλαδικό κράτος θεωρήθηκε ανώτερη τελικά από την οικουμενική κοσμόπολη που σχεδίαζαν οι θεωρητικοί της ελληνικής παλιγγενεσίας. »Από την οικουμενική τους περίοδο οι Έλληνες οδηγήθηκαν βιαίως και ταπεινωμένοι στην προσολώνεια εποχή σε συνθήκες περιδεούς εξάρτησης και ανέχειας. Η κατάργηση της θεσμημένης συλλογικότητας του ελληνισμού θα επιτρέψει στην πολιτική τάξη να αυτονομηθεί, να πολιτευθεί ενάντια στο κοινό και εθνικό συμφέρον, να οικοδομήσει μια αντίληψη περί πολιτικής εχθρική προς την κοινωνία των πολιτών.» Η δημοκρατική συλλογικότητα των κοινοτήτων και των παροικιών καταργήθηκε, η οικουμενική αστική τάξη διαλύθηκε και έμειναν οι πολιτικάντηδες, που εξυπηρετούσαν τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, ελεύθεροι να εκμαυλίζουν το λαό εθίζοντας το πόπολο στην πελατειακή σχέση με το κράτος, αποδιοργανώνοντας, διαλύοντας, ξηλώνοντας το πολιτισμικό πλαίσιο που επί τετρακόσια χρόνια καλλιεργούσε το φιλότιμο και εξασφάλιζε τη διατήρηση και συχνά την άνθιση του Ελληνισμού. Το μεγαλείο εκείνου του πολιτισμού ήταν ότι εξασφάλιζε τη δυνατότητα ανθοφορίας και καρποφορίας εν μέσω παγετώνος! Ο Βαρβάκης δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας!
Υπάρχουν ακόμη πιο «τρελλές» περιπτώσεις, οι αδελφοί Ζωσιμάδες. Οι Ζωσιμάδες ήταν έξι αδέλφια: Ο Ιωάννης (1752-1771), ο Αναστάσιος (1754-1828), ο Νικόλαος (1758-1842), ο Θεοδόσιος (1760-1793), ο Ζώης (1764-1828) και ο Μιχαήλ (1766-1809). Ο πατέρας τους, Παναγής Ζωσιμάς, ήταν έμπορος στα Ιωάννινα. Μετά το θάνατο του Θεοδόση, το 1793, οι υπόλοιποι αδελφοί αποφάσισαν να μείνουν άγαμοι ώστε όλα τους τα έσοδα να μπορούν να τα διαθέτουν για την παιδεία και την απελευθέρωση των Ελλήνων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έπεισαν και τον φίλο τους, τον Ζώη Καπλάνη (1736-1806), να κάνει κι αυτός το ίδιο! Γράφει ο Γούδας για τους Ζωσιμάδες: «Εδώ στη Μόσχα δεν έσπευσαν μέγαρα να οικοδομήσουν, ούτε πολυτελείς άμαξες να αγοράσουν' έχοντας την πατρίδα τους στο σκοτάδι βυθισμένη, αποφάσισαν όλο τον πλούτο να χρησιμοποιήσουν για το φωτισμό και την απελευθέρωσή της». Ο Νικόλαος, ο Θεοδόσιος και ο Μιχαήλ εγκαθίστανται γύρω στο 1785 στο Λιβόρνο της Ιταλίας, ενώ οι άλλοι τρεις στη Νίζνα της σημερινής Ουκρανίας και αργότερα στη Μόσχα. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα, με μεγάλες στερήσεις και πείνα αλλά γρήγορα κατάφεραν να ορθοποδήσουν. Από την άλλη μεριά, στο χώρο της Οθωμανικής κατοχής όσοι ενδιαφέρονταν για την άνευ όρων και ορίων ατομική τους ανέλιξη και ευδαιμονία είχαν διαθέσιμη εύκολη και ευρεία οδό, φορούσαν τα οθωμανικό φεσάκι, εξισλαμίζονταν και εξασφάλιζαν ταχύτατη και σίγουρη αναρρίχηση στην κρατική και κοινωνική ιεραρχία. Η «οπισθοδρομική» και «δεισιδαιμονική» εμμονή στη πίστη του Χριστού ήταν η μοναδική αιτία που κράτησε, όσους κράτησε, εκτός της οθωμανικής ευδαιμονίας, εντός δηλαδή της ελληνικής γλώσσας και αυτοσυνειδησίας. Το «Κρυφό Σχολειό» της Εκκλησίας του Χριστού ήταν που διατήρησε και διατηρεί μέχρι σήμερα την ελληνική γλώσσα, την λεγόμενη Κοινή, την γλώσσα της εποχής των Ευαγγελίων, την ελληνική μουσική, την λεγόμενη εντελώς αντιεπιστημονικά και παραπλανητικά «βυζαντινή μουσική». Όπως θα δούμε παρακάτω ο όρος Βυζαντινή Αυτοκρατορία κλπ είναι πλαστός νεολογισμός ... Η «βυζαντινή μουσική» είναι υποσύνολο της ελληνικής. Οι Έλληνες Χριστιανοί χρησιμοποιήσαν από την κοσμική τους μουσική ότι εξυπηρετούσε την χριστιανική λατρευτική τους ζωή, ότι βοηθούσε προς την δημιουργία της κατάνυξης και όχι ενός επιφανειακού συναισθηματισμού. Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη «βυζαντινή αγιογραφία», ήταν υποσύνολο της ελληνικής ζωγραφικής, με τη διαφορά ότι η σύγχρονη αγιογραφία συνήθως επιλέγει, ουσιαστικά, να μην είναι ζωγραφική, να μην είναι τέχνη, αλλά μια νεκρή παραδοσιακή τεχνική. Ακόμη και τα εθνικά μας χρώματα μόνο μέσα στους ναούς διατηρήθηκαν. Για αιώνες το επίσημο χρώμα, αυτό που σήμερα λέμε εθνικό χρώμα, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των προγόνων μας ήταν η πορφύρα και ο χρυσός, ο χρυσός σταυρός σε πορφυρό πανί.
Χάθηκε και ξεχάστηκε εκείνος ο τρόπος του χειμαζόμενου, του «δυστυχούς ρωμαϊκού γένους» και σ' αυτή την απώλεια πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αλλαγή δύο ονομάτων. Η πλαστογράφιση της ιστορίας δεν πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με την περίπτωση της «Μακεδονίας». Από πολύ νωρίτερα ήταν γνωστό ότι πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν, τα αυτονόητα που δημιουργεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων η χρήση των ονομάτων. Όσοι, λοιπόν, ενδιαφέρονταν να ξεχαστεί το λαμπρό παρελθόν του ελληνόφωνου πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που κυριαρχούσε επί εικοσιπέντε αιώνες στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου, όσοι ήθελαν να ελαχιστοποιήσουν έως να εκμηδενίσουν την πιθανότητα να υπάρξει ενιαία διάδοχη ελληνόφωνη κρατική οντότητα στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φρόντισαν από νωρίς να αλλάξουν δύο όρους, δύο ονόματα:
1
Η ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθιερώθηκε να ονομάζεται Βυζαντινή Αυτοκρατορία
2
H νοτιοανατολική χερσόνησος της Ευρώπης καθιερώθηκε να ονομάζεται Βαλκάνια!
![]() 1
Το 1562, 120 χρόνια μετά την κατάλυσή της ανατολικής Ρωμαϊκής (της λεγόμενης Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, για πρώτη φορά, ο γερμανός ιστορικός «επιστήμονας» Ιερώνυμος Γουλφ ονομάζει την ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και ο νέος όρος κυριαρχεί και επιβάλλεται μέσω των «αντικειμενικών» «επιστημόνων» του Διαφωτισμού για τις ανάγκες της ... ιστορικής προπαγάνδας και γεοπολιτικών σχεδιασμών. Κάποιοι θυμούνται ακόμη και σήμερα ότι είχαν για προγόνους τους κάποιους ρωμηούς (ρωμαίους) αλλά κανείς δεν θυμάται να λέγονταν οι πρόγονοι του βυζαντινοί, απλούστατα γιατί λαός ή κρατική οντότητα με τέτοιο όνομα ποτέ δεν υπήρξε. «Τα ονόματα που δίνουμε στα πράγματα είναι σημαντικά για την εικόνα που σχηματίζουμε για την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι συχνά ξαφνιάζονται όταν ανακαλύπτουν ότι ιστορικοί χαρακτηρισμοί που περιγράφουν το παρελθόν είναι νεολογισμοί που επέβαλε η ιστοριογραφία και η ιδεολογία, και όχι πραγματικότητες αυτού του ίδιου του παρελθόντος. Οι άνδρες και οι γυναίκες του Μεσαίωνα δεν ήξεραν ότι ζούσαν στο Μεσαίωνα, όπως και όσοι ζούσαν στην Κλασική Αθήνα ή την Ιταλική Αναγέννηση. Οι άνθρωποι της "Βυζαντινής Αυτοκρατορίας" δεν είχαν ιδέα ότι ήταν Βυζαντινοί. Γνώριζαν ότι είναι αυθεντικοί συνεχιστές του Ρωμαϊκού κόσμου, Ρωμαίοι που ζούσαν στη Ρωμανία.» «Σε αντίθεση με την πλούσια κληρονομιά και τον πολυσήμαντο ρόλο τους, τα επιτεύγματα του Βυζαντινού πολιτισμού πολύ συχνά αποσιωπώνται και υποβαθμίζονται, αυτό καθ’ αυτό το όνομα "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" είναι στην πραγματικότητα, προσβλητικό. »Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" διαδόθηκε από Γάλλους ανθρωπιστές σαν τον Montesquieu, ... Όπως και άλλοι στοχαστές εκείνης της εποχής, ο Montesquieu εκτιμούσε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους με υπερβολικό ενθουσιασμό ως μύστες της πολιτικής και του πολιτισμού άξιους προς μίμηση. Ακολουθώντας την Δυτικοευρωπαϊκή παράδοση που έχει τις ρίζες της στον πρώιμο Μεσαίωνα, ο Montesquieu θεωρούσε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διεφθαρμένη και παρηκμασμένη. Αν και έγραψε μακροσκελή ιστορία της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ο Montesquieu σε καμιά περίπτωση δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αναφερθεί στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης χρησιμοποιώντας τα ένδοξα ονόματα "Ελληνική" ή "Ρωμαϊκή". ... Η λέξη "Βυζαντινή" προσδιόριζε την Αυτοκρατορία και υπονοούσε τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της: δολιότητα, υποκρισία και παρακμή. Ο Άγγλος διαφωτιστής Edward Gibbon στο έργο του "Παρακμή και Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας" παρουσιάζει την Αυτοκρατορία μετά τον 6ο αιώνα ως ένα έπος μονότονης αθλιότητας και διαφθοράς. »Οι άνθρωποι που ζούσαν στη "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη "Βυζαντινός". Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία. Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της "Ρώμης" είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντας τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων. Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) "Imperium Romanorum" (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το "Ρωμανία" (Χώρα των Ρωμαίων). »Στις επαρχίες κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπου επικρατούσε η Ελληνική γλώσσα η ιδέα του Ρωμαίου πολίτη και της Ρωμαϊκής ταυτότητας ασκούσε μεγάλη έλξη σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι ελληνόφωνοι πολίτες ήσαν υπερήφανοι να είναι Ρωμαίοι, στα Λατινικά "Romani". Η λέξη "Ρωμαίοι" έγινε περιγραφική των ελληνόφωνων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας. Το παλιό εθνικό όνομα Έλληνες, παρέμεινε σε αχρηστία. Στα αρχαία χρόνια και βέβαια το "Έλληνας" είχε εθνική σημασία. Το Έλληνας, ως εθνικό όνομα των Ελλήνων χρησιμοποιήθηκε από τον έβδομο π.Χ. αιώνα και μετά, αν όχι και νωρίτερα. Αν και ο Όμηρος ονόμαζε τους Έλληνες με διάφορα ονόματα, ο Ηρόδοτος, ο Περικλής, ο Πλάτων και ο Αλέξανδρος όλοι ήταν "Έλληνες", όπως ήταν και οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον πρώτο και τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. Τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., όσο η Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, ο όρος "Έλληνας" άρχισε να επαναπροσδιορίζεται και κατέληξε να σημαίνει τους ανθρώπους που ακόμη λάτρευαν τους αρχαίους θεούς και σπούδαζαν τη φιλοσοφία με την ελπίδα να μπορέσουν να αντισταθούν στη νέα Χριστιανική πίστη. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο 2ος (361-363), ένας αυτοκράτορας που προσπάθησε να σταματήσει τη Χριστιανική παλίρροια, ονόμαζε τον εαυτό του "Έλληνα". Με το "Έλληνας", ο Ιουλιανός υποδήλωνε τη σχέση του με τη Νέο-Πλατωνική φιλοσοφία και τη λατρεία των θεών του Ολύμπου. »Στα τελευταία χρόνια του τέταρτου μ.Χ. αιώνα, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος (379-39 5) έκανε τον Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους μετά την καταστολή της εξέγερσης ενός "Έλληνα" σφετεριστή του θρόνου, κάποιου δυτικού που ονομαζόταν Ευγένιος. Μετά την κρίσιμη απόφαση του Θεοδόσιου, όλο και λιγότεροι άνθρωποι επιθυμούσαν να αποκαλούν τον εαυτούς τους "Έλληνα". Για πολλούς αιώνες, η λέξη "Έλληνας" ήταν κακόφημη, ταυτισμένη με παράνομες θρησκευτικές ιδέες και απιστία προς το κράτος. Οι ελληνόφωνοι προτίμησαν τη ταυτότητα του "Ρωμαίου" αντί του "Έλληνα" ως σίγουρο καταφύγιο στους καιρούς που άλλαζαν. Ελληνόφωνοι "Ρωμαίοι" κατοικούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της τον δέκατο πέμπτο αιώνα. »Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να ονομαστεί "Βυζαντινή Αυτοκρατορία". Αν χρειαζόταν ιδιαίτερο όνομα, καλύτερα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης "Αυτοκρατορία Ρωμαίων" από το ελληνικό "Βασιλεία Ρωμαίων". »Οι σύγχρονοι Έλληνες (Greeks) αυτοαποκαλούνται "Έλληνες" (Hellenes), όπως έκαμναν και οι αρχαίοι Έλληνες (Greeks). Η μεταστροφή από το "Ρωμαίοι" πίσω στο "Έλληνες", όπως και η μεταστροφή από το "Βλάχοι" στο "Ρουμάνοι", προήλθε από την πολιτική του εθνικισμού στα νεώτερα χρόνια. Οι Έλληνες (Greeks) χρειάζονταν τη Δυτικοευρωπαϊκή βοήθεια για να πετύχουν την ανεξαρτησία τους στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή τη βοήθεια μάλλον δύσκολα θα την προσείλκυαν εάν οι Δυτικοί έβλεπαν τους Έλληνες (Greeks) ως Βυζαντινούς. Αν, ωστόσο, τους φαντάζονταν ως παιδιά του Πλάτωνα και του Περικλή, οι συμπάθειες των μορφωμένων Δυτικών, που είχαν εντρυφήσει στην Κλασική παράδοση, θα ήταν με την Ελλάδα. Κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1832, "αναμίχθηκαν βαθύτατα οι Φιλελληνικές συμπάθειες της Βρετανίας και άλλων Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Η παρέμβαση υπέρ της ελληνικής ανεξαρτησίας αποδείχθηκε καθοριστική. Το όνομα "Έλλην" (Hellene) αναβίωσε με σκοπό να δημιουργήσει μια εθνική εικόνα που απέρριπτε το "Βυζαντινό" παρελθόν.» Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο «ΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ, ΕΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ;» του αμερικανού καθηγητή Ιστορίας Clifton R. Fox στο Tomball College. Το πρωτότυπο άρθρο στα αγγλικά: «WHAT, IF ANYTHING, IS A BYZANTINE?»
2
Η εγκυκλοπαίδεια «ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ» (ελληνική έκδοση) στο λήμμα «Βαλκάνια» γράφει: «διεθνής ονομασία του όρους Αίμος και κατ’ επέκταση της Βαλκανικής Χερσονήσου, που δόθηκε για πρώτη φορά το 1808 από το Γερμανό γεωγράφο Α. Τσόυνε (A. Zeune) από την τουρκική λέξη “balkan” που σημαίνει “όρος”». Στο λήμμα «Βαλκάνια» δεν μας λέει πώς λεγόταν προ Τσόυνε η χερσόνησός μας. Στο λήμμα όμως «Ρωμυλία» διαβάζουμε: «η ονομασία Ρωμυλία δόθηκε στις βαλκανικές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός της Βοσνίας, της Ουγγαρίας και των ελληνικών νησιών, και στην τουρκική γλώσσα λεγόταν Ρουμιλί (Ρούμελη). Έδρα του Οθωμανού μπεηλέρμπεη ήταν αρχικά η Σόφια ως το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, αργότερα όμως η διοίκηση της Ρωμυλίας καταργήθηκε». Επίσης στα «Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα» του William Martin Leake (Άγγλου περιηγητή, αξιωματικού του αγγλικού στρατού) διαβάζουμε: «Από τα σταφύλια οι Σιατιστάνοι (Σιάτιστα) παράγουν μερικά από τα καλύτερα κρασιά της Ρούμελης (Rumili) ...». (ΙΣΤΟΡΙΚΑ 43, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 10 Αυγούστου 2000, σελ. 39). Ρούμελη τα Βαλκάνια, όπως επιμένει να μας το θυμίζει και ο αγγλο-ιρλανδέζικης καταγωγής Πατρίκ Λη Φέρμορ –νυν αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών– με το βιβλίο του «Ρούμελη - Ταξίδια στη Βόρεια Ελλάδα» (εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, ΑΘΗΝΑ 1991) που πρωτοδημοσίευσε στα αγγλικά το 1966. Ρούμελη ή Ρωμυλία, η μικρή Ρωμανία, τα Βαλκάνια, σε αντιδιαστολή με τη μεγάλη Ρωμανία που εκτινόταν από τον Καύκασο και τον Ευφράτη μέχρι τη Βρετανία και την Ιβηρική χερσόνησο. «Οι Οθωμανοί Τούρκοι υιοθέτησαν τον όρο "Rumelia" (Ρούμελη) για να ονομάσουν τα τμήματα της Βαλκανικής χερσονήσου που κατέκτησαν από τους Ρωμαίους κατά το 14ο αιώνα. Το " Ρούμελη " ήταν μια υποδεέστερη λέξη. Αν η Ανατολία ήταν η Ρώμη (Ρουμ), τότε οι Ευρωπαϊκές κτήσεις ήταν η Μικρότερη Ρώμη (Ρούμελη). Η λέξη "Ρούμελη" επέζησε μέχρι τον 19ο αιώνα. Ύστερα από μια ήττα των Τούρκων από τους Ρώσους, οι δυο αντιμαχόμενοι υπέγραψαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1877). Η Συνθήκη περιλάμβανε μια διάταξη για τη δημιουργία του "Πριγκιπάτου της Ανατολικής Ρωμυλίας" υπό Ρωσική "προστασία" σε εδάφη που σήμερα ανήκουν στη Βουλγαρία. Η προσπάθεια για τη δημιουργία Ανατολικής Ρωμυλίας δεν απέδωσε ποτέ καρπούς. Μετά από διπλωματικές πιέσεις από άλλες δυνάμεις, η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Η Ανατολική Ρωμυλία εξαφανίστηκε πριν ακόμη αποκτήσει αληθινή ύπαρξη. »Ίσως κάποιοι να απορούν γιατί το όνομα "Ρωμανία" έγινε το όνομα ενός σύγχρονου έθνους που λέγεται Ρουμανία. Η σύνδεση του ονόματος "Ρωμανία" με το σημερινό έθνος "Ρουμανία" πηγάζει από το 19ο αιώνα. Στην πρώτη τους εμφάνιση στις ιστορικές πηγές του Μεσαίωνα, οι Ρουμάνοι αποκαλούνται "Βλάχοι" από τους χρονογράφους από την Ουγγαρία και την Κωνσταντινούπολη. Ένα πριγκιπάτο με το όνομα "Βαλαχία" εμφανίζεται μεταξύ των Βλάχων πριν από το 1300. Ακολούθησαν τα ξεχωριστά Βλάχικα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Τρανσυλβανίας. Αργότερα, οι ερευνητές κατάλαβαν ότι η Βλάχικη γλώσσα προερχόταν από τη Λατινική: η Βλάχικη ήταν αδελφή γλώσσα με την Ιταλική, τη Γαλλική, την Ισπανική. Πώς έφτασαν Λατινόφωνοι σ' αυτή την απόμακρη γωνιά της Ευρώπης βόρεια από τον ποταμό Δούναβη; Οι μελετητές ανέπτυξαν τη θεωρία ότι οι Βλάχοι ήταν απόγονοι Ρωμαίων αποίκων και εκλατινισμένων ντόπιων που ζούσαν στην περιοχή βόρεια του Δούναβη κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα μ.Χ. Σ' αυτή την περίοδο, η περιοχή αποτελούσε τη Ρωμαϊκή επαρχία της Δακίας. Ανεξάρτητα από το εάν η θεωρία είναι σωστή ή όχι, αποτέλεσε τη βάση του Ρουμανικού εθνικιστικού αισθήματος κατά το 19ο αιώνα. Η ιδέα της Ρωμαϊκής καταγωγής προσέδωσε νέα υπερηφάνεια στους Βλάχους. Μετά τη συνένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας σε μια οντότητα το 1859, επιλέχθηκε το 1862 το όνομα "Ρουμανία" για να περιγράψει το συνενωμένο κράτος. Εκείνη την εποχή, η Ρουμανική ενότητα και ανεξαρτησία χρειαζόταν την υποστήριξη της Γαλλίας υπό τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ' (1852-1870). Ο "Λατινικός δεσμός" με τη Γαλλία βοήθησε τη Ρουμανική υπόθεση εμπνέοντας το ενδιαφέρον των Γάλλων για το "αδελφό έθνος" της Ρουμανίας. »Παίρνοντας υπόψη τη σχετικά πρόσφατη εποχή κατά την οποία απέκτησε το όνομα της η σύγχρονη Ρουμανία, φαίνεται καθαρά ότι πρωτύτερα ο όρος "Ρωμανία" αναφερόταν στην επικράτεια όπου ζούσαν οι ελληνόφωνοι "Ρωμαίοι". Για πάνω από χίλια χρόνια, το κράτος που αποκαλούμε, λανθασμένα, Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η Ρωμανία. Μετά το τέλος της Αυτοκρατορίας, οι ελληνόφωνοι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται "Ρωμαίοι".» Αποσπάσματα από άρθρο με τίτλο «ΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ, ΕΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ;» του αμερικανού καθηγητή Ιστορίας Clifton R. Fox στο Tomball College. Το πρωτότυπο άρθρο στα αγγλικά: «WHAT, IF ANYTHING, IS A BYZANTINE?» Το 1808, ο γερμανός γεωγράφος Τσόϋνε ονομάζει τις ευρωπαϊκές κτίσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –λες και ανακάλυψε ακατοίκητη ήπειρο–, Βαλκάνια (από την τουρκική λέξη βαλκάν που σημαίνει βουνό)! Η καινούργια ονομασία Βαλκάνια, κυριαρχεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν γίνεται αντιληπτό πόσο χρήσιμος είναι για τη νέα εικονική «πραγματικότητα» που κατασκευάζεται, και ξεχάστηκε η παλιά, Ρωμανία (στα ελληνικά), Ρούμελη (στα τουρκικά – Ρουμ ο Ρωμαίος και ιλι η χώρα) ή Ρωμυλία (ελληνοτουρκικά), δηλαδή, χώρα των Ρωμαίων. Στη νέα «πραγματικότητα», δεν χωρούσε η μεγάλη Ρωμανία, κι έτσι οι απόγονοι των πολιτών της καταντήσαμε Βαλκάνιοι. Στο βάθος της συναισθηματικής μας μνήμης όμως, έμεινε μια ανάμνηση μεγαλείου. Έτσι, όλοι οι λαοί των Βαλκανίων κάτι μεγάλο κυνηγάμε ... ή μας κυνηγάει. Μεγάλη Ελλάδα, μεγάλη Βουλγαρία, μεγάλη Σερβία, μεγάλη Αλβανία και εσχάτως μεγάλη «Makedonia». Διατηρήσαμε την ανάμνηση του μεγαλείου, του μεγάλου, της μαγκιάς ... αλλά τη διοχετεύσαμε στα νεότευκτα εθνικιστικά μας ιδεολογήματα. Ξεχάσαμε και προδώσαμε τη Ρούμελη, τη Ρωμανία και καταντήσαμε τα Βαλκάνια θέρετρο σκληρών και αδιέξοδων αδελφοκτόνων συρράξεων. Στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι υπόδουλοι ραγιάδες ζούσαν με το όνειρο της απελευθέρωσης τους από το βάρβαρο κατακτητή. Οι προφητείες το έλεγαν καθαρά: το ξανθόν γένος θα διώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη. Πολλά τα σημάδια ότι η μεγάλη ώρα πλησίαζε, ιδίως, μετά που «τυπώθηκε στο Άμστερνταμ (γύρω στα 1711) μια χαλκογραφία της μορφής του Πέτρου του Α’ και κυκλοφόρησε ευρύτατα στην Ευρώπη με την επιγραφή: “Πέτρος Πρώτος ΡωσοΓραικών Αυτοκράτωρ”. Έκτοτε τους περιμένουν με αδημονία οι Έλληνες τους Ρώσους από άνοιξη σε άνοιξη ... Ακόμα τούτη την άνοιξη Ραγιάδες, ραγιάδες, Τούτο το καλοκαίρι Καημένη Ρούμελη, Όσο να ’ρθή ο Μόσκοβος Ραγιάδες, ραγιάδες Να φέρει το σεφέρι Μωρηά και Ρούμελη» (Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831), Τόμ. Α’ Βιβλ. της ΕΣΤΙΑΣ, σελ. 26). Η Μεγάλη Αικατερίνη (είναι χαρακτηριστικό ότι στα εγγόνια της έδωσε τα ελληνικά ονόματα Κωνσταντίνος και Αλέξανδρος) αναζωπυρώνει τις ελπίδες των υπόδουλων. Στα τέλη του 18ου αιώνα σχεδιάζει την ίδρυση «γραικικής» αυτοκρατορίας. «Η Αικατερίνη σε επιστολή της από 10 Σεπτεμβρίου 1782 (προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β’), γράφει: “Πέποιθα ... ότι, ... η Υ.Μ. δεν θα μοι αρνηθή την συνδρομήν Αυτής, προς ανίδρυσιν της αρχαίας γραικικής μοναρχίας επί των ερειπίων της βαρβάρου οθωμανικής κυβερνήσεως, υπό τον ρητόν εκ μέρους μου όρον να διατηρώ την μοναρχίαν ταύτην όλως ανεξάρτητον της εμής, ... Σύνορα του νέου ελληνικού κράτους έσονται προς την Ρωσσίαν ο Εύξεινος, προς την Αυστρίαν αι κτήσεις, ας θα προσλάβη η Υ.Μ. δια της πτώσεως της βαρβάρου κυβερνήσεως, και προς την Δακίαν ο Δούναβις. Αι νήσοι του Αρχιπελάγους θα τεθώσιν επίσης υπό την εξουσίαν του ανεγερθησομένου κράτους”. ... Ο αυτοκράτωρ Ιωσήφ στην απάντησή του από 13 Νοεμβρίου 1782, αποδέχεται την πρόταση της αλλά ζητά: “Η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Κύπρος και αι λοιπαί νήσοι του Αρχιπελάγους δύνανται να παράσχωσι πλουσίαν αποζημίωσιν εις τους Ενετούς ...”. Γι’ αυτό το ζήτημα του ανταπαντά η Μ. Αικατερίνη: “Αλλ’ είναι επάναγκες να μη αφαιρεθή παρ’ αυτού (του νέου ελληνικού κράτους) η Πελοπόννησος και το Αρχιπέλαγος”. »Από τις επιστολές αυτές προκύπτει ότι τα προς Β. και ΒΔ. Σύνορα της “γραικικής μοναρχίας” ή του “νέου ελληνικού κράτους”, όπως γράφει η Αικατερίνη, της “γραικικής αυτοκρατορίας” ή του “κράτους της Ελλάδος”, όπως γράφει ο Ιωσήφ, θα ήταν ο Δούναβης από τις εκβολές του ως το Βελιγράδι και από εκεί μια γραμμή ως τον κόλπο του Δρίνα, στο βόρειο τμήμα της σημερινής Αλβανίας» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ’ σελ. 86-88). Οι δεκαετίες, όμως, παιρνούν και η ρωσική εξωτερική πολιτική ταλαντεύεται μεταξύ του οράματος της Μ. Αικατερίνης και της άποψης, ότι δεν συμφέρει στη Ρωσία η ίδρυση μεγάλου ελληνικού κράτους στα Βαλκάνια. «Η Ρωσία, γράφει ο Τουργκένιεφ (Ο Τουργκένιεφ ήταν γραμματέας της ρωσικής πρεσβείας στη Κωνσταντινούπολη και σε εμπιστευτική του έκθεση που υπέβαλε στην Πετρούπολη στις 5 Σεπτεμβρίου 1821 στον Τσάρο Αλέξανδρο εκθέτει τις απόψεις του για την ρωσική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια), δεν είχε στο νου της, τον τελευταίο καιρό, να ελευθερώσει τους ομόθρησκους Έλληνες από τον οθωμανικό ζυγό. Περιοριζόταν μονάχα να τους προστατεύει. Παράλληλα, όμως, φρόντιζε για τη διάδοση των φώτων ανάμεσα στους Έλληνες, προϋπόθεση για κάθε κοινωνική βελτίωση, καθώς και την οικονομική ενίσχυση για τα φιλανθρωπικά και θρησκευτικά τους ιδρύματα. ... Έτσι η Ρωσία θα είχε το δικαίωμα να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει την ανεξαρτησία των Ελλήνων. ... Έπρεπε, όμως, να το κάνει; Δεν υπάρχει φόβος, μέσα στο κύλισμα των αιώνων, να ζημιώσει τη Ρωσία η υποκατάσταση των Τούρκων από τους Έλληνες;» (Κυριάκου Σιμόπουλου, ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ’21, τόμος 1ος, ΑΘΗΝΑ 1979, σελ. 163-4). Και σχεδόν προφητικά συνεχίζει: «Αδύνατο αλλά και επικίνδυνο θα ήταν να δημιουργηθεί μια αυτοκρατορία από όλες τις χώρες τις υποταγμένες σήμερα στην Πύλη. Πιό επιθυμητό θα φαινόταν ο σχηματισμός χωριστών κρατών, μικρών ή μεγάλων, λιγότερο ή περισσότερο ανεξάρτητων, που θα κάλυπταν ολόκληρο το ευρωπαϊκό τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και θα χρησιμοποιόνταν στην προετοιμασία του τέλους της» (Κυριάκου Σιμόπουλου, ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ’21, τόμος 1ος, ΑΘΗΝΑ 1979, σελ. 169). Με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1829 και τη συνθήκη της Αδριανουπόλεως στις 14 Σεπτεμβρίου εκπληρώθηκε η προφητεία για το ξανθό γένος. «Ενώ στις 27 Ιουλίου 1829 η Πύλη απέρριπτε υπεροπτικά “την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών” και δεν δεχόταν “μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων”, ύστερα από 18 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβή τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, έσπευσε η οθωμανική Πύλη, ... να δηλώση ότι “υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη συγκατατίθεται ... και δέχεται ... αλλά υπό όρους”. Ύστερα από 25 ημέρες, στις 9 Σεπτεμβρίου 1829, όταν είχε γνωσθή στην Κωνσταντινούπολι η προέλαση του ρωσικού στρατού πέρα από την Αδριανούπολη, δήλωσε η οθωμανική Πύλη ότι αποδέχεται άνευ όρων ... Πέντε ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του Ρώσου αρχιστρατήγου Δεΐβιτς, στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραφαν το κείμενο της συνθήκης της Αδριανουπόλεως και αποδέχονταν με το άρθρο 10 ... κατ’ απαίτηση του Ρώσου αρχιστρατήγου ... τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής κόλπου Βόλου-κόλπου Άρτης. ... Η συνθήκη της Αδριανουπόλεως, όπως ήταν φυσικό προκάλεσε ταραχή και δυσφορία στην αγγλική κυβέρνηση και ποικίλες αντιδράσεις ... Η συνθήκη με το άρθρο 10 ... δημιουργούσε αυξημένο γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και αντίστοιχη μείωση του γοήτρου, αν όχι ταπείνωση της Αγγλίας. ... Ο πρωθυπουργός Ουέλλιγκτον θεωρεί μάλλον επικείμενη την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν πιστεύει όμως στη δυνατότητα για υποκατάστασή της με ισχυρό ελληνικό κράτος, και αναζητεί λύση του Ελληνικού ζητήματος που να περισώζη την “τιμήν” της Αγγλίας και να μη διακινδυνεύη την ασφάλεια των Ιονίων νήσων. ... Οι διαθέσεις και η κατάσταση, όπως είχαν διαμορφωθή τους τελευταίους μήνες του 1829, έδειχναν ότι ωρίμασαν οι προϋποθέσεις για τη διευθέτηση του Ελληνικού ζητήματος ριζικά. Ο Ουέλλιγκτον απότομα στράφηκε προς την προοπτική για ίδρυση ελληνικού κράτους ολωσδιόλου ανεξάρτητου» (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ). Τελικά στις 3 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά περιορισμένη (μετά από την παρέμβαση της Βρετανίας) μέχρι του Αχελλώου, της Οίτης και του Σπερχειού, με την Εύβοια, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες. «Η δοθείσα λύσις οφείλετο στην έμμονη επιδίωξη του βρεταννού πρωθυπουργού Δουκός του Ουέλλιγκτων να μη περιληφθεί η Ακαρνανία στο έδαφος του ελληνικού κράτους, λόγω της γειτνιάσεως αυτής με τα Νησιά του Ιονίου» (Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831), Τόμ. Α, Βιβλ. της ΕΣΤΙΑΣ, σελ. 740). Το ψαλίδισμα των συνόρων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους προκλήθηκε από παρέμβαση της Βρετανίας· με τον πιο επίσημο τρόπο, το ομολογεί στην ομιλία του στη Βουλή των Λόρδων κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 1854 ο Λόρδος Aberdeen: «Τόσον φόβον διήγειρε παρ’ ημίν η συνθήκη της Αδριανουπόλεως, δι’ ούς υπεθέσαμεν κινδύνους ως προς την ύπαρξιν του τουρκικού κράτους, ώστε όλη η πολιτική της κυβερνήσεως μετεβλήθη ... Ανέφερα άλλοτε, ότι αρξαμένου και προκόπτοντος του ελληνικού αγώνος, ουδέποτε έβαλε κατά νουν ο Κάννιγκ την ανέγερσιν της Ελλάδος εις ανεξάρτητον βασίλειον. Ούτε εγώ, ούτε ο Δούξ του Ουελλιγκτώνος ανεξάρτητον εθεωρήσαμεν την ανεγειρομένην ελληνικήν πολιτείαν, αλλ’ υποτελή ... Αλλ’ υπογραφείσης της συνθήκης («τα παίξαμε»!) τοιουτοτρόπως η ύπαρξις της Ελλάδος ως ανεξαρτήτου πολιτείας, οφείλεται εις ήν μας επροξένησαν εντύπωσιν οι όροι της εν Αδριανουπόλει συνθήκης» Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831), Τόμ. Α, Βιβλ. της ΕΣΤΙΑΣ, σελ. 742). Προκειμένου να μαθευτεί στην Ελλάδα ότι η αναγνώριση της ανεξαρτησίας οφειλόταν μόνο στη Ρωσία, υποχώρησαν οι Βρετανοί και συνυπέγραψαν, κατάφεραν όμως να περιορίσουν τα βόρεια σύνορα της. Τελικά η προφητεία επαληθεύτηκε, το ελληνικό κρατίδιο αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος χάρη στη δύναμη των ρωσικών όπλων. Το ξανθόν γένος, ο Μόσκοβος, έγινε αιτία να ανακηρυχτεί ανεξάρτητο κράτος η Ελλάς. Αλλά εκείνη τη στιγμή σήμανε και το τέλος του ειδυλλίου. Η Ρωσία συνειδητοποίησε ότι δεν πρόκειται να κατεβεί στη Μεσόγειο μέσω της αγγλο-γαλλο-φιλο-κυριαρχούμενης Ελλάδος και στράφηκε πλέον στην καλλιέργεια σλαβικών εθνικισμών στα Βαλκάνια. Η προφητεία εκπληρώθηκε αλλά μας προέκυψε μια καινούργια «κάποιου τούρκου γέροντα Δερβίση την οποίαν εξεμυστηρεύθη εκείνος προς τον Δημήτριον Υψηλάντη κάποιο βράδυ του Σεπτεμβρίου 1829, όταν ο Στρατάρχης επέστρεφε στη Θήβα, μετά τη νίκη του στην τελευταία του Αγώνος μάχη της Πέτρας μεταξύ Θηβών και Λειβαδιάς. Εις ερώτησιν του Υψηλάντη προς τον γνωστόν για τις προβλέψεις του Δερβίση, πώς έβλεπε τα μέλλοντα κατόπιν του τερματισμού του απελευθερωτικού Αγώνος εκείνος εχρησμοδότησε: “Η Ελλάς θ’ απελευθερωθεί κάποιαν ημέρα από τους Τούρκους. Ποτέ όμως δεν θα ελευθερωθεί από τις Μεγάλες Χριστιανικές Δυνάμεις”» (Διονυσίου Α. Μαντζουλίνου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831), Τόμ. Β, Βιβλ. της ΕΣΤΙΑΣ, σελ. 667). Καταλύτης για την αλλαγή αυτή της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ήταν δύο γεγονότα: η δολοφονία του Καποδίστρια (27-9-1831) και η πραξικοπηματική ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας (23 Ιουλίου 1833). «Ο Κυβερνήτης (Καποδίστριας) ήλθε και είδεν ως σοφός πολιτικός, ότι έπρεπε να προσέλθωμεν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν (Πατριαρχείο) και να εξηγηθώμεν περί του πως πρέπει να καταρτίσωμεν τα της Εκκλησίας διοικητικώς (Ο Καποδίστριας είχε αποφασίσει -Αύγουστος 1831- να στείλει στην Πόλη τον Κυνουρίας Διονύσιο, “ίνα γένηται η κανονική αναγνώρισις της εν Ελλάδι Εκκλησίας” ... στα όρια της κανονικής τάξης, τηρουμένης της αγάπης και ενότητας με τη Μητέρα Εκκλησία (Οικουμενικό Πατριαρχείο) που ήταν συγχρόνως και το εθναρχικό μας κέντρο). Ενώ δε ταύτα εμελέτα, (“ίνα μη πέση η υπόθεσις -του αυτοκεφάλου- εις Φράγκων χείρας, και τότε εχάθημεν”(!) όπως χαρακτηριστικά έλεγε) εξέλιπεν ... δολοφονήθηκε ένα μήνα μετά στις 27-9-1831! Η εξουδετέρωση του ρωμαίικα σκεπτόμενου Κυβερνήτη άφηνε ανοικτό το έδαφος στη συνέχιση και υλοποίηση των δυτικών (αγγλικο-γαλλικών) σχεδιασμών». (π. Γεωργίου Μεταλληνού, Η ΡΩΜΑΝΙΑ - ΠΩΣ ΧΑΘΗΚΕ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ 38, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 6 Ιουλίου 2000). «Το αυτοκέφαλο μπορούσε να δοθεί στην Ελλαδική Εκκλησία ομαλά ... έγινε όμως βίαια και πραξικοπηματικά το 1833. Η πρόσδεση της Ελλαδικής Εκκλησίας στο άρμα της δυτικοευρωπαϊκά προσανατολισμένης πολιτείας αποδυνάμωσε τον εκκλησιαστικό οργανισμό, εντάσσοντάς τον στον απόλυτο έλεγχο του κράτους. Ο απόλυτος, εξάλλου, έλεγχος του κράτους επί των καταλαμβανόντων τους επισκοπικούς θρόνους, δεν θα μειώσει μόνο το κύρος της Εκκλησίας κατακόρυφα, αλλά θα επιβάλλει και μια πολιτική συντηρητική στάση στον εκκλησιαστικό οργανισμό, που θα λειτουργήσει δυσμενώς (για την Εκκλησία) σε μεταγενέστερες κορυφώσεις εθνικών συγκρούσεων (π.χ. ανάθεμα κατά Ε. Βενιζέλου 1916, δικτατορίες: 1922, 1936 και 1967)» (π. Γεωργίου Μεταλληνού, Η ΡΩΜΑΝΙΑ - ΠΩΣ ΧΑΘΗΚΕ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ 38, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 6 Ιουλίου 2000). «Ο Ρώσος πρέσβης Γαβριήλ Κατακάζης προσπάθησε να αποτρέψει τις εξελίξεις ανεπιτυχώς. Υπερίσχυσε η πολιτική του Βρετανού πρέσβυ Ντόκινς, με την οποία συντάχθηκε η Αντιβασιλεία. ... το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας δημοσίευσε την 1η Αυγούστου 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τη Διακήρυξη με την ανεξαρτησία της Ελληνικής Εκκλησίας που παρέμεινε “σχισματική” για 17 χρόνια, μέχρι την έκδοση του Συνοδικού Τόμου του 1850» (Νίκος Βαρδιάμπασης, «αντί προλόγου» ΙΣΤΟΡΙΚΑ 38, σελ. 5, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 6 Ιουλίου 2000). «Το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας με τη συναίνεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν για τη ρωσική πολιτική όχι μόνο μια εύλογη, αλλά και επιθυμητή εξέλιξη. ... Η κυβέρνηση της Ρωσίας παρενέβη στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο Α’ για να τον πείσει, όπως αποκάλυψε ο ίδιος (Γ. Κατακάζης) στον Δ. Καλλέργη, να μην προβεί στον αφορισμό της Εκκλησίας της Ελλαδος, μετά την αντικανονική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου. Πράγματι, ένας βεβιασμένος αφορισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος θα άφηνε στις δυτικές δυνάμεις ένα ελεύθερο πεδίο αθέμιτης προπαγάνδας, ενώ συγχρόνως θα ικανοποιούσε και την ανομολόγητη επιθυμία τους για τη διάσπαση της εσωτερικής ενότητας της Ορθοδοξίας» (Βλασίου Ιω. Φειδά, Η ΗΤΤΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑ 38, σελ. 44, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 6 Ιουλίου 2000). Αδίστακτοι τυχοδιώκτες, καιροσκόποι πολιτικάντηδες, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η ατομική τους ανέλιξη, κατασυκοφαντούσαν τον Καποδίστρια. Προτιμούσαν μια Ελλαδίτσα (που να περιλαμβάνει μονάχα την Πελοπόννησο και της Κυκλάδες όπως το ήθελε η Αγγλία) μικρή και ελέγξιμη, παρά μια μεγάλη Ελλάδα ρωμαίικη με ιστορική συνέχεια. Τόσο πολύ φοβόντουσαν τον Καποδίστρια που δεν δίσταζαν να τον κατασυκοφαντούν ως ρωσόφιλο και να διακηρύσσουν προς την Αγγλία ότι δέχονται τα ελάχιστα αυτά όρια και ότι δεν χρειάζεται η Ελλάς ούτε χρήματα (δάνειο), προκειμένου να απαλλαγούν από την παρουσία του, την ώρα που αυτός αγωνιζόταν να πετύχει τα ευρύτερα δυνατά όρια (Βόλου-Άρτας) και δάνειο με ικανοποιητικούς όρους. Τελικά, η ρωσική εξωτερική πολιτική αντιλήφθηκε, ότι «χάνει το παιχνίδι» στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπου πλέον κυριαρχούν οι αγγλόφιλοι και γαλλόφιλοι οι οποίοι εμφορούνται από έναν «ακραιφνή και άκρατο εκσυγχρονισμό» στυλ Κοραή. Εγκαταλείπονται οριστικά τα σχέδια της Μ. Αικατερίνης για ανασύσταση της «γραικικής» αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Πενήντα χρόνια πριν, το 1782 η ρωσίδα αυτοκράτειρα δεν κάνει κουβέντα για Σερβία και Βουλγαρία! Μέχρι τις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα η ρωσική πολιτική αποσκοπούσε στη διατήρηση της ενότητας της Ρωμηοσύνης και στη μέσω αυτής προώθηση των ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή. Χρηματοδοτούσε την ίδρυση ελληνικών σχολείων, εργαζόταν για τη διατήρηση της ενότητας των ορθοδόξων της Ρούμελης (Βαλκανίων) υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οραματιζόταν την ανασύσταση της ρωμαίικης (βυζαντινής) αυτοκρατορίας. Μετά, λοιπόν, τη δολοφονία του Καποδίστρια και την πραξικοπηματική ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας, η Ρωσία διαπίστωσε ότι η επιρροή της στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος υποχωρούσε δραματικά. Ο δεσμός των ήδη απελευθερωμένων Ελλήνων με την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης είχε κοπεί και ήταν ανοικτός ο δρόμος για την επικράτηση της ιδεολογικής προοπτικής (ακραίος «εκσυγχρονισμός») που εξυπηρετούσε τις σκοπιμότητες των Μεγάλων Δυνάμεων της Δύσης και κυρίως της Αγγλίας. Ο νεοελληνικός αρχαιοκεντρικός εθνικισμός διέρρηξε την βαθιά ενότητα που ένιωθαν οι ελληνόφωνοι ρωμηοί με τους σλαβόφωνους. Επειδή όμως, η Ρωσία, θεωρούσε τη βαλκανική χερσόνησο, χώρο ζωτικών της συμφερόντων (έλεγχος των Στενών, κάθοδος στη Μεσόγειο) δημιούργησε, εμπνεόμενη και από τον Πανσλαβισμό (από το 1830), το βουλγαρικό ζήτημα. Ήταν φανερό, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει πραγματικότητα το όραμα της ανασύστασης της ρωμαίικης (βυζαντινής) αυτοκρατορίας από το Δούναβη μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος είχε επιλέξει τη ρήξη με τη Ρωμηοσύνη και εμφανιζόταν ως ιστορική συνέχεια όχι της Ρωμανίας (Βυζαντίου) αλλά της αρχαίας Ελλάδας, μιας μικρής επαρχίας της μεγάλης Ρωμανίας. Μια και είχε «σπάσει το ποτήρι» η ρωσική εξωτερική πολιτική διάλεγε πλέον τα κομμάτια που μπορούσε να αξιοποιήσει. Από τη τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα και στο εξής όλος ο ρωσικός μηχανισμός στα Βαλκάνια (πράκτορες, πρεσβείες, χρηματοδοτήσεις, συχνά και ο στρατός), που τόσο βοήθησε τα προηγούμενα χρόνια τους ελληνόφωνους Ρωμηούς, θα τεθεί πλέον στην υπηρεσία του όψιμου πανσλαβιστικού σχεδίου για δημιουργία σλαβικών κρατών, βουλγαρικού και σερβικού. Ο τρίτος παράγοντας που συνετέλεσε σε αυτή την αλλαγή της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής ήταν οι Σλαβόφιλοι και ο Πανσλαβισμός. «Οι Σλαβόφιλοι εμφανίστηκαν την δεκαετία του 1830 με αφετηρία ορισμένους κύκλους μελετητών της γερμανικής φιλοσοφίας και ήταν επιρεασμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον Φρήντριχ Σέλινγκ. Με επίκεντρο την Μόσχα, το κίνημα προσείλκυσε στους κόλπους του εύπορους, μορφωμένους και κοσμοπολίτες εκπροσώπους της παλαιάς αριστοκρατίας. ... Πρέσβευαν απόψεις συγγενείς προς το επίσημο κυβερνητικό δόγμα της νάροντνοστ (“εθνικότητα”, νάροντ=λαός) το οποίο προέβαλλε την ανωτερότητα του ρωσικού λαού» (λήμμα Σλαβόφιλοι εγκυκλοπαίδεια «Μπριτάνικα».) «Ο όρος (Πανσλαβισμός) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Σλοβάκο Γιαν Χέρκελ το 1826. Ο Πανσλαβισμός ήταν ρωσοκεντρικός, είχε δε τις ρίζες του στον πολιτιστικό Σλαβισμό ο οποίος είχε ήδη διαμορφωθεί τον 17ο και συστηματοποιήθηκε τον 18ο αιώνα από τον Κροάτη Κριζάνικ, που ήταν εγκατεστημένος στην Μόσχα, τον Τσέχο φιλόλογο Ντομπράφσκι και τον Σλοβάκο ποιητή Γιαν Κόλαρ. Ο Πανσλαβισμός ενέπνευσε την ιδέα της συνένωσης των σλαβικών λαών σε ένα δημοκρατικό κράτος με την μορφή ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας, ... » (λήμμα Πανσλαβισμός εγκυκλοπαίδεια «Μπριτάνικα»). «Το στερεότυπο “σάπια Δύση” χαρακτηρίζει τη νοοτροπία ενός μέρους της ρωσικής διανόησης από πολύ παλιότερες εποχές· οι απαρχές του εντοπίζονται στο έτος 1812 (τη χρονιά της μεγάλης πυρκαϊάς που προκάλεσε στη Μόσχα η στρατιά του εισβολέα από τη Δύση, του Ναπολέοντα), ενώ, κατά τις μεσαίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, θα αποτελέσει το κεντρικό σημείο αναφοράς των ρομαντικών εκείνων διανοουμένων που είναι γνωστοί με τον χαρακτηρισμό “Σλαβόφιλοι”» (Φ. Μαλιγκούδη, «Η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων» εκδ. ΒΑΝΙΑΣ 1991, σελ. 126). Η ρωσική κοινωνία από την εποχή του βίαιου εκσυγχρονισμού της από τον Μεγάλο Πέτρο ήταν χωρισμένη και αυτή σε παραδοσιακούς και εκσυγχρονιστές (δυτικόφιλους). Μέχρι τον 19ο αιώνα οι παραδοσιακοί Ρώσοι ήταν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της Ρωμηοσύνης (Ελληνισμού) στη Ρωσία. Το να τους χαρακτηρίσει κανείς φιλλέληνες είναι πολύ λίγο. Ένοιωθαν μάλλον ως «θυγατρική» της Ρωμηοσύνης – δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα διατηρείται σε χρήση το ρωμαίικο σύμβολο ο δικέφαλος αετός. Με τη δημιουργία όμως του ρεύματος των Σλαβόφιλων –το οποίο προσείλκυε οπαδούς κυρίως από τον παραδοσιακό χώρο– κατέληξαν, οι παραδοσιακοί Ρώσοι, να γίνουν οι χειρότεροι πολέμιοι της Ρωμηοσύνης εμπνεόμενοι από το πανσλαβιστικό ρατσιστικό ιδεολόγημα. Σύμφωνα με αυτό, η δεύτερη Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη έπεσε επειδή δημιούργησε μια αιρετική εκδοχή του Χριστιανισμού, τον Ελληνοχριστιανισμό. Από τον 17ο αιώνα Προτεστάντες κατηγορούν την ελληνόφωνη Ορθοδοξία ότι έχει δημιουργήσει μια ελληνοχριστιανική εκδοχή, μια κράση δηλαδή χριστιανισμού και ειδωλολατρίας. Επιρρεασμένοι από αυτή την άποψη οι Σλαβόφιλοι δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ρήξης με τη Ρωμηοσύνη. Υποτίθεται ότι οι Ρώσοι κατέχουν την καθαρή μορφή της Ορθοδοξίας λόγω της αγνότητας της ρωσικής ψυχής, λόγω της ανωτερότητας της ρωσικής ευσέβειας! Δηλαδή, δημιουργήθηκε ένα ρατσιστικό ιδεολόγημα θρησκευτικού τύπου. Εμπνεόμενα από τον Πανσλαβισμό, τη δεκαετία από το 1833 μέχρι το 1844, εμφανίζονται τα πρώτα έντονα κηρύγματα για την απόσπαση των (δίγλωσσων) βουλγαρόφωνων Ρωμηών από τον Ελληνισμό. Το 1835, ο γνωστός ελληνιστής Απρίλωφ και ο επίσης ελληνοσπουδαγμένος Παλαούζωφ, ιδρύουν το πρώτο βουλγαρικό σχολείο στη βιομηχανική πόλη Γκάρμποβο. Μετά το 1844 η προπαγάνδα κατά της ελληνικής παιδείας γίνεται πιο έντονη. Βέβαια εκείνη την εποχή «όλοι σχεδόν οι αξιόλογοι “Βούλγαροι”, που στάθηκαν πρωτοπόροι στην εθνική και πνευματική αναγέννηση της χώρας τους, είχαν σπουδάσει σε ελληνικά σχολεία» (Περιοδικό Ιστορία τεύχ. 278, Αύγουστος 1991, «Η ελληνική επίδραση στη βουλγαρική αναγέννηση του 18ου αιώνα» σελ. 26). «Όπως γράφει ένας μελετητής της βουλγαρικής διανόησης, “ο Απρίλωφ, ο Νεόφυτος από τη Ρίλα και άλλοι πρωτοπόροι της βουλγαρικής αναγέννησης χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα στην αλληλογραφία τους, την ίδια ώρα που προσπαθούσαν να ανασυστήσουν μια βουλγαρική εθνική γλώσσα. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφράσουν καλύτερα τον βουλγαρισμό τους στα ελληνικά”»(Π. Ματάλα, «ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ...», Π. Ε. Κρήτης, 2002, σελ. 193)! Το 1870 δημιουργήθηκε αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία ακολουθόντας το παράδειγμα της Αθήνας και το 1945 πραγματοποιήθηκε η άρση του σχίσματός με το Πατριαρχείο. Οι προπαγανδιστές της βουλγαρικής Εξαρχίας, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, διαμαρτύρονται ότι τα κηρύγματά τους, συχνά, δεν έχουν την απήχηση που θα περίμεναν μεταξύ των σλαβόφωνων γιατί οι τελευταίοι δεν θέλουν να δεχτούν για εθνικό τους όνομα το «Βούλγαρος» επειδή το απεχθάνονται ως υποτιμητικό. Voulgaris, στα λατινικά, σημαίνει απλοϊκός, άξεστος, ακαλλιέργητος, αυτό που εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε υποτιμητικά τη λέξη «χωριάτης» (https://en.wikipedia.org). Έτσι προέκυψε σαν παρακλάδι του βουλγαρικού, το μακεδονικό ζήτημα. Για να ξεπεραστεί η απέχθεια των σλαβόφωνων κατοίκων των νοτίων Βαλκανίων προς το «Βούλγαρος» μπήκε στο παιχνίδι, σαν εναλλακτική λύση, το ένδοξο στη συνείδηση όλων των κατοίκων της Ρούμελης (Βαλκανίων) όνομα «Μακεδόνας». Το ενδεχόμενο δημιουργίας αυτόνομης (σλαβικής) Μακεδονίας προωθούσε και η Βρετανία που ενδιαφερόταν να δημιουργηθεί στα Βαλκάνια μία ένωση Νότιων Σλάβων υπό τη δική της επιρροή. Ο Henry Noel Brailsford (1873 - 1958), ο πολυγραφότερος αριστερός Βρετανός δημοσιογράφος του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, επισήμως βρέθηκε στα Βαλκάνια ως επικεφαλής το Βρετανικού Ταμείου Αρωγής προς τα θύματα των βιαιοπραγιών του οθωμανικού στρατού μετά την εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, και προσπάθησε να παίξει ένα ρόλο περίπου «Λόρενς της Μακεδονίας». Με μια μονοκονδυλιά διαγράφει τους πληθυσμούς των πόλεων και πληροφορεί τους αναγνώστες του ότι: «Το πρώτο βήμα για να κατανοήσει κανείς το Μακεδονικό Ζήτημα είναι να καταλάβει ότι χοντρικά στην καθαυτό Μακεδονία δεν υπάρχουν ούτε Έλληνες ούτε Τούρκοι. Και αυτό γιατί αυτή η Μακεδονία είναι μια αγροτική χώρα της οποίας η μοναδική δραστηριότητα είναι η καλλιέργεια της γης, ενώ ο παραγωγικός της πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος κατά ομάδες σε χωριά. Οι άνθρωποι της πόλης είναι παράσιτα και μεσάζοντες» (Henry Noel Brailsford, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΟΙ ΦΥΛΕΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥΣ» εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ 2006, σελ. 105 (Macedonia: Its Races & Their Future, Methuen & Co., London 1906)). Οι Ευρωπαίοι δεν θα ‘πρεπε να παίρνουν υπόψη τους τη δηλωμένη προτίμηση των κατοίκων των πόλεων της Μακεδονίας υπέρ του Ελληνισμού γιατί ... έτσι βόλευε τη Βρετανία. «Πράγματι, πιστεύω ότι στο βαθμό που οι Βούλγαροι, είτε βρίσκονται στη Μακεδονία, είτε στη Βουλγαρία, σκέπτονται για το απώτερο μέλλον γενικώς, το όνειρο τους είναι, ότι η Μακεδονία θα πρέπει να είναι σίγουρα μια χώρα σλαβική, αλλά όχι οπωσδήποτε βουλγαρική, και ότι θα πρέπει τελικά να αποτελέσει το κεντρικό κράτος σε μια βαλκανική ομοσπονδία, η οποία θα ένωνε όλους τους νότιους Σλάβους. Μια μεγάλη Βουλγαρία, η οποία θα περιλάμβανε τη Μακεδονία θα ήταν τόσο συντριπτικά ισχυρή, ώστε η Σερβία και το Μαυροβούνιο δεν θα αποτολμούσαν να συμμετάσχουν. Μια ουδέτερη Μακεδονία, από την άλλη μεριά, θα συνιστούσε σημείο ενότητας, που θα μπορούσε να συμφιλιώσει τα αντιτιθέμενα συμφέροντα της Σερβίας και της Βουλγαρίας, αφού θα πρόσφερε και στις δύο πρόσβαση στο Αιγαίο ...» (H. N. Brailsford, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ...» σελ. 154). Δεν μπορεί όμως να αποσιωπήσει το γεγονός ότι η συζήτηση για αυτόνομη σλαβική Μακεδονία είναι κάτι το εντελώς καινούριο, ότι δεν στηρίζεται στην ιστορική μνήμη. «Η μνήμη του παρελθόντος έχει εξαφανιστεί παντελώς και τίποτε δεν έχει απομείνει εκτός από μια θολή παράδοση ανάμεσα στους χωρικούς ότι οι πρόγονοι τους ήταν κάποτε ελεύθεροι ... Ρώτησα μερικά παιδιά από ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό κοντά στην Οχρίδα το οποίο δεν είχε δάσκαλο, ούτε μόνιμο ιερέα και όπου κανένας από τους κατοίκους δεν ήξερε να διαβάζει. Τα πήγα πάνω στα ερείπια του φρουρίου ... “– Ποιος έκτισε αυτό το μέρος;” “– Ελεύθεροι άνθρωποι” “– Και ποιοί ήταν, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες ή Τούρκοι;” “– Δεν ήταν Τούρκοι, ήταν χριστιανοί”» (H. N. Brailsford, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ...» σελ. 127). Και σε άλλο σημείο του βιβλίου παραδέχεται: «Οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία τους. Για τρεις αιώνες μονοπωλούσαν τον πολιτισμό στην Εγγύς Ανατολή. Αυτές καθαυτές οι ονομασίες Σλάβος και Βούλγαρος διατηρήθηκαν μόνο ως βρισιές» (H. N. Brailsford, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ...» σελ. 232). Όπως επισημαίνει και ο εκδότης του έργου του στα ελληνικά: «πρωταρχικός στόχος της Βρετανίας ήταν η απόσπαση της Βουλγαρίας από την επιρροή της Ρωσίας ... η δημιουργία μιας αυτονομημένης Μακεδονίας στο πλαίσιο πάντα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για να προκύψει αυτού του είδους η Μακεδονία, η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει στα όρια της Θεσσαλίας, η Σερβία να σταματά στο Κόσοβο, η Αλβανία να μετατραπεί σε προτεκτοράτο υπό την εποπτεία Ευρωπαίου πολιτικού και η Βοσνία να συνεχίσει να βρίσκεται υπό την επίδραση της Αυστρίας» (H. N. Brailsford, «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ...» από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Αν δεν επενέβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις στη Ρωμυλία (Βαλκάνια) θα γινόταν, με πολύ φυσικό τρόπο, πραγματικότητα το όραμα του Ρήγα. Ένα ενιαίο ελληνόφωνο κράτος με ενωμένους τους δίγλωσσους Ρωμηούς (αρβανιτόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους) μέσω της ελληνικής γλώσσας και της Μητέρας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα στη Ρωμυλία (Βαλκάνια-Ρούμελη) οι υπόδουλοι χριστιανοί ήξεραν ότι ο εθνάρχης τους βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη, κι όταν αποφάσιζαν να σπουδάσουν, σπούδαζαν σε ελληνικά σχολεία. Αν οι ελληνόφωνοι δεν είχαμε δημιουργήσει-ασπαστεί, το αρχαιοκεντρικό νεοελληνικό εθνικιστικό ιδεολόγημα, θα μπορούσαν να παραμείνουν και οι υπόλοιποι εντός Ρωμηοσύνης, εντός του Ελληνισμού. Μέχρι και σήμερα η Πόλη, η Κωνσταντινούπολη, στα σλαβικά ονομάζεται Τσάριγκραντ, Τσαρ + γκραντ = του Τσάρου, του Βασιλιά πόλη, δηλαδή κατά λέξη μετάφραση του όρου, Βασιλεύουσα!
Ο συνεκτικός δεσμός της Ρωμηοσύνης, της καθ’ ημάς μεσσαιωνικής Οικουμένης, ήταν ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός, κι έτσι προέκυψε ο πρώτος παγκόσμιος, παγκοσμιοποιητικός πολιτισμός. Σε ομιλία προς τους νέους, μαθητές των εκπαιδευτηρίων Γείτονα (27/11/2-13), ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργος Κοντογιώργης εξηγεί: «Θα σταθούμε για λίγο στην ολοκληρωμένη εκδοχή της οικουμένης που είναι το Βυζάντιο. Πρώτον, είναι η ολοκληρωμένη εκδοχή της εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού ανθρώπου στο περιβάλλον της οικουμένης. Το πολιτειακό σύστημα της βυζαντινής κοσμόπολης συγκροτείται από τις πόλεις και την μητρόπολη πολιτεία που κατέχει επίσης τον ρόλο του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Στο Βυζάντιο, ο ελληνισμός σταδιοδρομεί χωρίς δουλοπαροικία και χωρίς δουλεία. Το οικονομικό σύστημα, που το κατέχει κατά τρόπο μονοσήμαντο ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου, ο ιδιοκτήτης γενικά, αντικαθίσταται από ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο υπεισέρχεται ως αποκλειστικός ή εταιρικός συντελεστής του, ο εργαζόμενος. Η εταιρική οικονομία εισάγει για πρώτη φορά τη δημοκρατία στο οικονομικό σύστημα. Τρίτον, η νέα μεγάλη πρόταση πολιτισμού που κομίζει ο χριστιανισμός, είναι δημιούργημα της περιόδου αυτής. ... Οι Έλληνες θα εγγράψουν τη νέα θρησκεία στο περιβάλλον της δημοκρατικής πολιτείας και της κοινωνικής μέριμνας για τον πάσχοντα άνθρωπο. ... Ο Έλληνας θεός είναι ανθρωπομορφικός, ανθρώπινος, φιλάνθρωπος, που ο Έλληνας πολίτης τον αντιμετωπίζει όρθιος, ενώπιος ενωπίω, του ασκεί κριτική η οποία πολλές φορές διαπερνά και αυτά τα όρια της ύβρεως. Ο Έλληνας που ασπάζεται το χριστιανισμό φέρνει μαζί του όλες τις παραστάσεις, τα βιώματα και τις νοοτροπίες που απέδιδε στην ολύμπια θρησκεία. Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού -η έννοια της ιστορικής ορθοδοξίας- αρκεί να την συγκρίνουμε με τις άλλες εκκλησίες. Η καθολική εκκλησία συγκροτείται σε σύστημα κοσμικής δεσποτείας που εξουσιάζει εξουθενωτικά τον άνθρωπο, μεταβάλλει τον θεό σε τιμωρό και όχι σε φίλο, όπως ακριβώς και στον ιουδαϊσμό. Αυτή η διαφορά είναι που φέρνει την ιστορική ορθοδοξία πολύ μπροστά από τις άλλες εκδοχές του χριστιανισμού, οι οποίες οπισθοδρόμησαν λόγω της δεσποτικής παρέκκλισης των κοινωνιών τους από τον ελληνικό τρόπο του βίου. Ώστε, ο ελληνικός τρόπος του θρησκεύεσθαι ορίζεται από το κοινωνείν εν εκκλησία (η έννοια του δήμου των πιστών) και όχι από ένα σύστημα ιερατείου, που λειτουργεί ως δεσπότης επί της κοινωνίας.» Γιώργος Κοντογιώργης: Ο ελληνισμός, ο χριστιανισμός, η οικουμένη και ο νεότερος κόσμος (Mέρος Δεύτερο) Στο γαλανό ουρανό και τα βραχάκια ... στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου, συντελέστηκε ένα θαύμα καλό κι ωφέλιμο για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αναδύθηκε ο πρώτος παγκόσμιος, ο πρώτος παγκοσμιοποιητικός, ο πρώτος ποιητικός -και όχι ετοιμοπαράδοτος από «τους πάνω» (την όποια εξουσία) πολιτισμός. Ο πρώτος πολιτισμός με την ελληνική σημασία του όρου: Ο της Πόλης –ισμός. Όχι της κρατικής ή της κάποιας θρησκευτικής ή της όποιας παραδοσιακής εξουσίας αλλά της Πόλης! Του συνόλου των πολιτών! Του τυχαίου αχταρμά ανθρώπων και ηθών που συνωστίζονται εντός των τειχών. Στις παραλίες του Αιγαίου η γνώση βγήκε από τα θησαυροφυλάκια της κρατικής, θρησκευτικής, της όποιας εξουσίας και δόθηκε στο λαό. Και ο λαός έμαθε τον τρόπο από πέτρα, από λίθος, από εργαλείο, να γίνεται φως, να γίνεται άνθρωπος, να γίνεται άνω θρώσκον θνητός, να γίνεται σιντριβάνι ύδωρ νεαρό αναβλύζον. Άνθρωπος είναι αυτός που ξεχειλίζει από έμπνευση και ζωντάνια, από έρωτα κι αγάπη, αυτός που κατέχει τη μέθοδο να είναι πάντα νέος, πάντα παιδί. Που λούζεται μια παιδικότητα με κόπους και αγώνες ξανακερδισμένη. Αυτός που ξέρει να μην απογοητεύεται, να μη χάνει τη γοητεία του, να είναι πάντα ερωτεύσημος. Οι όντως Έλληνες είναι αεί παίδες επειδή ο –ισμός τους (ο Ελληνισμός), τους έμαθε τη μέθοδο που επιτρέπει στον θνητό, αν όχι να νικήσει το θάνατο, τουλάχιστον να φθείρει την τρέχουσα φθορά. Η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ήταν τόπος συνάντησης, ήταν τρόπος συνάντησης. Από τη μέθοδο αυτή της συνάντησης προέκυψε ο οικουμενικός ελληνικός πολιτισμός. Η λέξη Ελλάς είναι σύνθετη από το ΕΛ και το ΛΑΣ. Το ΕΛ έρχεται από την Ανατολή και σημαίνει φως. Από την ίδια ρίζα η Ελένη που σημαίνει φωτεινή, ο ήλιος, η σελήνη. ΕΛ ίσον φως και ΛΑΣ η πέτρα, εξ ου και λατομείο. Στο μύθο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας οι πέτρες γίνονται άνθρωποι, λαός. Ελλάς λοιπόν φως και πέτρα, ή καλύτερα, η μέθοδος που ξέρει να παίρνει τις πέτρες και να τις μετατρέπει σε ανθρώπους, τις σκληρές πέτρες τις μεταμορφώνει σε φως ιλαρό. Η βίβλος του Ελληνισμού είναι ο Όμηρος. Το όνομα Όμηρος από μόνο του σημαίνει, Συνάντηση, «ωμήρησε δέ μοι παρ’ εταίρων άγγελος ωκύς», «με συνάντησε εκ μέρους φίλων αγγελιοφόρος ταχύς». Τα Έπη εκμεταλλεύονται τη γνώση των Σαμάνων, να κλείνουν το PC που είναι ο εγκέφαλος, και να καλλιεργούν το τσαγανό του ανθρώπου. Σε αριστοκρατικό περιτύλιγμα σερβίρεται η μέθοδος που αυξάνει το τσαγανό του πολίτη και του μαθαίνει να είναι πάντα παιδί. Δεν κάνει κήρυγμα επαναστατικό αλλά μετατρέποντας τα «πενηνταράκια» σε «πεντακοσάρες» δημιουργεί επαναστάτες. Σε κάθε φυλή στους χίλιους ο ένας έχει τσαγανό . Στις μεγάλες όμως αυτοκρατορίες της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας η κεντρική εξουσία είχε τη δυνατότητα να ελέγχει πλήρως την κατάσταση. Όποιος τολμούσε να «σηκώσει κεφάλι» ... το έχανε. Πλήρης αποψίλωση. Έτσι με τον καιρό και τη τεχνητή αυτή επιλογή δημιουργήθηκε λαός «αλοιφή», όχλος, κοπάδι. Όντα απελπισμένα, φοβισμένα, υποτελή. Πλήρης απουσία «καβουριών». Στα παράλια του Αιγαίου και τα νησάκια όμως αφθονούν οι κάβουρες. Εδώ δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα ολοκληρωτικής επιβολής. Όποιος δεν άντεχε έφευγε παραδίπλα και με τον καιρό αυτόν τον αποικισμό τον εκμεταλλευόταν και η μητρόπολη. Το τσαγανό, που αλλού εθεωρείτο επικίνδυνο μειονέκτημα, εδώ αναγνωρίστηκε ως ωφέλιμο προτέρημα. Το εμπόριο είχε ανάγκη τους «κάβουρες». Σιγά-σιγά μέσω της φυσικής επιλογής δημιουργήθηκε λαός με «πολλά κυβικά», αυξήθηκε το ποσοστό των εχόντων τσαγανό. Σχεδόν δημιουργήθηκε φυλή «καβουριών», φυλή όχι υπηκόων αλλά πολιτών. Η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της ήταν τόπος συνάντησης, ήταν τρόπος συνάντησης. Από τη μέθοδο αυτή της συνάντησης προέκυψε ο οικουμενικός, ο παγκόσμιος ελληνικός πολιτισμός. Έλληνας, επικράτησε να θεωρείται όχι όποιος απλώς ήταν στη φυλή, στη ράτσα, στη καταγωγή, αλλά εκείνος που μετείχε της κοινής παιδείας, της κοινής καλλιέργειας, της Κοινής γλώσσας, του κοινού πολιτισμού. Αυτός, ο τόσο ανθρώπινος πολιτισμός κατάφερε να συλλάβει και σε μεγάλο βαθμό να πραγματοποιήσει μια πρώτη προσπάθεια παγκοσμιοποίησης, θέτοντας ως βασικό κριτήριο της ταυτότητας του ανθρώπου όχι τη φυλετική καταγωγή, όχι τη ράτσα, αλλά, την ελεύθερη επιλογή, το αυτεξούσιο. Η πρώτη εκείνη προσπάθεια παγκοσμιοποίησης άρχισε με τον Μέγα Αλέξανδρο και ολοκληρώθηκε με τον Μέγα Κωνσταντίνο. Με την εμφάνιση της Εκκλησίας του Χριστού πήρε νέα πνοή, νέα δύναμη, νέα γνώση, εκείνος ο πολιτισμός του ανθρώπου. Ήταν θνησιγενές δημιούργημα θνητών ανθρώπων αλλά μπολιάστηκε με την άκτιστη, τη θεία δύναμη του Θεανθρώπου και άνοιξε τα φτερά του ως αετός και κυριάρχησε επί δέκα περίπου αιώνες στο χώρο της Μεσογείου. Η Εκκλησία του Χριστού έδωσε στον Ελληνισμό άπειρη, άκτιστη δύναμη και έτσι δυνατό, θα λέγαμε ντοπαρισμένο, τον πρόσφερε στην ανθρωπότητα ολόκληρη. Έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να θεραπεύεται από τον καταστροφικό εγωισμό του, ατομικό και φυλετικό, και δημιούργησε ρεαλιστικές προϋποθέσεις για να συμβεί πραγματική παγκοσμιοποίηση. Τελικά τα Βαλκάνια κατάντησαν από Ρούμελη, πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης και σε αυτή τη μεταβολή συνέβαλλε και το νεοελληνικό κράτος. Στις αρχές του 19ου αιώνα, με τις όποιες επιλογές έκανε, καταφέρε, αντί να συμβεί ο αναμενόμενος διαμελισμός του Μεγάλου Ασθενούς (της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), να συμβάλλει στον κατατεμαχισμό του μαρτυρικού σώματος της Ρωμηοσύνης και τελικά στην εξαφάνισή της τουλάχιστον στο κοσμικό επίπεδο. Εκείνος ο πολιτισμός που ευδοκιμούσε στων «Ελλήνων τις Κοινότητες», στον αστικό πληθυσμό των ελληνικών παροικιών τριών αυτοκρατοριών, της Οθωμανικής, της Ρωσικής και της Αυστροουγγρικής εξαφανίστηκε ενώ αναλαμπές του διατηρήθηκαν σε κάποιες εκκλησιαστικές κοινότητες, σε κάποια μοναστηριακά περιβάλλοντα. Η άρχουσα τάξη του νεοελληνικού κράτους, όχι μόνον δεν είχε καμία οργανική συνάφεια (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κλπ) με την άρχουσα τάξη του αστικού οικουμενικού ελληνισμού των παροικιών, αλλά όπως ήταν φυσικό ένιωθε μειονεκτικά απέναντί της και από οικονομική και από απολιτισμική άποψη. Επιπλέον καταλάβαινε ότι κινδύνευε η ίδια της η ύπαρξη αν επί ίσοις όροις αναμειγνυόταν η αστική τάξη του απόδημου ελληνισμού στα τεκταινόμενα του νεοελληνικού κράτους. Η αντιμετώπιση, λοιπόν, του κράτους ως λάφυρου της γηγενούς άρχουσας τάξης η οποία το ιδιοποιήθηκε με όχημα την «κομματοκρατία» απέκλειε τη δυνατότητα της συνάντησή του με τον οικουμενικό ελληνισμό που θα είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια την περιθωριοποίησή της. Επιπλέον αυτή η απομόνωση της οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης των παροικιών από την πολιτική και πολιτισμική ζωή της «ελεύθερης» Ελλάδος ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει η επιδιωκόμενη στροφή προς την Δύση. Για να μπορεί το νεοελληνικό κράτος να εξυπηρετεί και να υπηρετεί δουλικά τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης έπρεπε να μην έχει λόγο η αστική τάξη των παροικιών η οποία ήταν συναισθηματικά και πραγματικά συνδεδεμένη με τη Ρωσία. Για να ελαχιστοποιηθεί η όποια διάθεση του λαού για αντίσταση, για απονευρωθεί το λαϊκό σώμα έπρεπε να διακοπή η ζωογόνος τροφοδοσία του από τα νάματα του Ελληνισμού, έπρεπε να ξεχάσει ο λαός την οικουμενική διάσταση του ελληνισμού. Δηλαδή για να υπάρχει η δυνατότητα να καταντήσει ο λαός αλοιφή έπρεπε να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που του εξασφάλιζε ζωντάνια, τον δυναμισμό που τον κράτησε επί τόσους αιώνες ζωντανό, ακμαίο και ελκυστικό προς τους γείτονες του, παρά την πολιτειακή σκλαβιά. «Με την οικουμενική μετάβαση ο ελληνισμός εξελίχθηκε εσωτερικά ο ίδιος και εξάπλωσε την πρόταση του πολιτισμού της ελευθερίας στα πέρατα της γης. Εάν επισκεφθεί κανείς την Ιαπωνία θα δει στην αρχαία πρωτεύουσα Νάρα δείγματα ελληνικής παρουσίας τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στην Κίνα επίσης υπάρχουν πάρα πολλά τεκμήρια της ελληνικής παρουσίας. Αυτά είναι παραδείγματα του πως ο πολιτισμός της ελευθερίας διείσδυσε και υπονόμευσε τον πολιτισμό της δεσποτείας. Δεν επήγαν οι Έλληνες στην Ασία ή αλλού ως τυπικοί κατακτητές, ακόμη και όταν χρησιμοποίησαν τα όπλα. Με τα όπλα έφθασαν έως τις παρυφές της Ινδίας. Ο απόηχος του πολιτισμού της ελευθερίας έφθασε πολύ πιο πέραν. Πουθενά όμως δεν συμπεριφέρθηκαν ως λεηλάτες. Το ίδιο και στην Ευρώπη, όπου χωρίς όπλα οι Έλληνες διείσδυσαν ή εξελλήνισαν πλείστους όσους λαούς. Οι δεσποτικοί λαοί προσήρχοντο στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό διότι διέκριναν σ'αυτόν την ανωτερότητα της ελευθερίας. Οι μνήμες των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης συμπυκνώνουν τον απόηχο μιας θαυμαστής θετικής αναφοράς.» Ο Γιάννης Σμαραγδής αναφέρει ένα εντυπωσιακό περιστατικό σχετικά με τη θετική ανάμνηση της ελληνικής παρουσίας, που στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει να κάνει με τον σύγχρονο αιγυπτιακό λαό. Για τις ανάγκες «γυρισμάτων» βρισκόταν με το συνεργείο του στην Αίγυπτο και είχαν χρησιμοποιήσει πολλούς κομπάρσους από την τοπική κοινωνία. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα και ήρθε η στιγμή να πληρώσουν τους κομπάρσους, η υπεύθυνη έκανε το λάθος να ανοίξει το βαλιτσάκι με το σύνολο των χρημάτων που είχαν μαζί τους εκείνη την στιγμή για να τους πληρώσει. Όμως το θέαμα τόσο πολλών χρημάτων έβαλε σε πειρασμό το πλήθος το οποίο άρχισε να συνωστίζεται γύρω από το τζιπ του συνεργείου με άγριες διαθέσεις … Η μεταφράστρια ανέβηκε επάνω στο τζιπ και προσπαθούσε, χωρίς επιτυχία, να αναχαιτίσει το πλήθος επικαλούμενη την νομιμότητα και την παρέμβαση της αστυνομίας. Το λιντσάρισμα έμοιαζε αναπόφευκτο και πάνω στην απελπισία της φωνάζει με όση δύναμη της είχε απομείνει: «Βρε παιδιά, είναι Έλληνες!» Και σαν από θαύμα, το εξαγριωμένο πλήθος υποχώρησε και άρχισε να διαλύεται! Η οικουμενική ελληνική αστική τάξη στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των άλλων δύο, της Ρωσικής και της Αυστροουγγρικής, πλούτιζε αλλά όπως φαίνεται περίτρανα και από το παράδειγμα του Βαρβάκη, πλούτιζε όχι ξεζουμίζοντας τους τοπικούς πληθυσμούς αλλά δημιουργώντας πολύ πρωτοποριακές συνθήκες αξιοπρεπούς εργασίας για το εργατικό δυναμικό που απασχολούσε. Ήταν πραγματικά παράγοντας προόδου και ευημερίας για τους τοπικούς πληθυσμούς και γι’ αυτό το λόγο στις συνειδήσεις, στις μνήμες των λαών αυτών υπήρχε ο απόηχος μιας θαυμαστής θετικής αναφοράς. Μια τέτοια όμως, σαν του Βαρβάκη, φιλάνθρωπη σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου δεν βόλευε τον σύγχρονο άγριο διεθνή καπιταλισμό και ίσως κι αυτό να ήταν ένας λόγος που προκάλεσε την τελική εξαφάνιση εκείνης της οικουμενικής ελληνικής αστικής τάξης. Προσωπικότητες σαν τον Βαρβάκη και τον Καποδίστρια, άνθρωποι που έβρισκαν νόημα στη ζωή τους μέσα από την ανιδιοτελή προσφορά, ήσαν τα δημιουργήματα της Ρωμηοσύνης, της οικουμενικής αστικής τάξης των ελληνικών κοινοτήτων, εκείνου του πολιτισμού που οι σύγχρονοι νεοέλληνες άλλοι εν γνώσει κι άλλοι από άγνοια αρνηθήκαμε και καταντήσαμε ο ύψιστος σκοπός της ζωής μας να είναι κάποιες καρέκλες: Το πρωί, σε καφετέρια ή καφενείο, το μεσημέρι σε ταβέρνα, το βράδυ στα μπαράκια και κάπου ανάμεσα σε γραφείο δημόσιας «υπηρεσίας» ή «οργανισμού» μια καρέκλα για να βγάζουμε το ψωμί μας κι όχι μόνο. Εκείνη η πρώτη προσπάθεια παγκοσμιοποίησης ξεχάστηκε, χάθηκε από την κοινωνία, εξοστρακίστηκε από την ιστορία, σβήστηκε ακόμη και από την ιστορική μνήμη, αλλά, δόξα τω Θεώ, μια δεύτερη ήδη ξεκίνησε, μπορεί κάπως άγαρμπα προς το παρόν, αλλά «έχει ο Θεός ...», «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι»· με την προϋπόθεση ότι ως «μας» εννοούμε και νοιώθουμε όχι την Ελλαδίτσα μας, ή την όποια μικροπαρέα μας, τη φυλετική, ιδεολογική, θρησκευτική, κοινωνικοσυγγενή, αλλά τον κόσμο όλο, ολόκληρη την ανθρωπότητα, τον «όλο Αδάμ», που τόσο βάναυσα σήμερα ζυμώνεται κατά την διαδικασία της νέας αυτής προσπάθειας παγκοσμιοποίησης, και που τόσο έχει ανάγκη την παιδεία εκείνη την αρχαία και τόσο νέα, το πολιτιστικό πλαίσιο του Ελληνισμού, που ξέρει να δημιουργεί αετούς, φιλότιμους εργάτες της ανθρωπότητας, πολίτες του κόσμου με γερακίσιο βλέμμα, Βαρβάκιδες! Ο Βαρβάκης, αξίζει να τον τιμάμε και να τον θυμώμαστε, όχι γιατί αυτός έχει ανάγκη τώρα πια την τιμή μας αλλά επειδή εμείς τον χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε το ζωντανό του παράδειγμα για να θυμώμαστε, για να μαθαίνουμε, ότι αυτό που γεμίζει τον άνθρωπο, αυτό που τον κάμνει να νοιώθει ότι ζει μια ζωή γεμάτη νόημα είναι το ΦΙΛΟΤΙΜΟ, η χαρά της προσφοράς, η απόλαυση, η πληρότητα, της έμπνευσης, της δημιουργικότητας, της ΡΟΗΣ, η αγάπη. Αιωνία σου η μνήμη Ιωάννη Βαρβάκη!
Σε ευχαριστούμε που υπήρξες! | ||||||
Το ιστορικό πλαίσιο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
όταν ακούω για οράματα μου θυμίζει μια σελίδα που λέγεται ελληνικά οράματα αλλά μάλλον είμαι πολύ καμένος για να σκεφτώ κάτι τέτοιο
ΑπάντησηΔιαγραφή